1950 – 1970 Τα χρόνια που άλλαξαν το τραγούδι

Οι βασανισμένοι άνθρωποι της εποχής εκείνης δεν αναζητούσαν το τραγούδι μόνο για να διασκεδάσουν, να ψυχαγωγηθούν, να εκτονωθούν, να μερέψουν, να «αποδράσουν», να λησμονήσουν, να ονειρευτούν, μα κυρίως για να λυτρωθούν. Η δικτατορία ανέκοψε την πρόοδο του ελληνικού τραγουδιού και άρχισε η υπονόμευση και η γενικότερη απονεύρωσή του, η οποία φάνηκε καθαρά στο τέλος της επόμενης δεκαετίας, όταν διακρίνονται τα πρώτα σημάδια της αποκαλούμενης παρακμής. Μια παρακμή που βιώνουμε απολύτως σήμερα, για άλλους λόγους.

Το πρόσωπο της χώρας ήταν μελαγχολικό στη χαραυγή της δεκαετίας του ’50. Ή, καλύτερα, θύμιζε το πρόσωπο του μεγαλύτερου δημιουργού της εποχής εκείνης -και ίσως όλων των εποχών-, του Βασίλη Τσιτσάνη, που ήταν μισό χαμόγελο και μισό παράπονο. Η Ελλάδα έβγαινε σιγά σιγά από μια κατασκότεινη σήραγγα -πόλεμος, κατοχή, πείνα, Εμφύλιος- και προσπαθούσε απεγνωσμένα να σταθεί στα πόδια της, να γειάνει τις βαθιές της λαβωματιές, να βρει τον χαμένο βηματισμό της, να καθαρίσει το πρόσωπό της απ’ τα αίματα, να πάρει βαθιές ανάσες, να ανασυγκροτηθεί. Ο πόνος πολύς, η φτώχεια μεγάλη και απερίγραπτη, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα παράξενη και αντιφατική, σε μπέρδευε και δεν γνώριζες πού σταματά η πραγματικότητα και πού αρχίζει η προσδοκία. Η απογοήτευση και η ελπίδα άλλαζαν αστραπιαία θέσεις, οι ώρες ήταν κρίσιμες, το τοπίο άλλοτε θολό και άλλοτε καθαρότερο· οι άνθρωποι του λαού αναγκάζονταν να καταφεύγουν στο μεγάλο ακαταμάχητο και διαχρονικό τους όπλο: το τραγούδι.

Οι βασανισμένοι άνθρωποι της εποχής εκείνης δεν αναζητούσαν το τραγούδι μόνο για να διασκεδάσουν, να ψυχαγωγηθούν, να εκτονωθούν, να μερέψουν, να «αποδράσουν», να λησμονήσουν, να ονειρευτούν, μα κυρίως για να λυτρωθούν. Δεν είναι, άλλωστε, άγνωστό -υπάρχουν μαρτυρίες γι’ αυτό- πως πολλοί τραγουδώντας λησμονούσαν και τις αμεσότερες βιοτικές ανάγκες, λησμονούσαν ακόμη και την πείνα τους. Ο μέγιστος τραγουδοποιός Λευτέρης Παπαδόπουλος λέει χαρακτηριστικά σε κάποιους απόλυτα βιωματικούς του στίχους: Δεν είχαμε ψωμί/μα είχαμε τραγούδι/εσόλιαζ’ ο πατέρας τον καιρό/και δίχως αφορμή/γεννιόταν το λουλούδι/στις γλάστρες, στα περβάζια, στο νερό. Είναι ειπωμένο μα πρέπει να ακουστεί κι εδώ: οι μεγάλες δυσκολίες, ο βαθύτατος πόνος, η διαρκής αγωνία, η παρατεταμένη αβεβαιότητα, το ανέλπιδο μέλλον, οι «απελπισμένες παλάμες», κι άλλα πολλά ακόμη στοιχεία δεν βοηθούν απλά μα είναι τα σπουδαία υλικά που μ’ αυτά χτίζονται τα μεγάλα έργα.

Το τραγούδι είναι σαφέστατα ο αντικατοπτρισμός του προσώπου του ανθρώπου κάθε εποχής, των έργων του και του κοινωνικού, γενικότερα, γίγνεσθαι. Αυτό νομίζω πως μόνο ένας κακοπροαίρετος δεν θα το δεχτεί. Το τραγούδι, ακόμη, σε εποχές οξύτητας λειτουργεί πολλές φορές σαν μεσολαβητής και μακάριος ειρηνοποιός ενώπιον των αντιμαχομένων. «Τω καιρώ εκείνω», λοιπόν, πολλά τραγούδια προσπάθησαν να κατευνάσουν, να καταπραΰνουν τα πάθη, που σε κάποιες ψυχές σιγόκαιγαν σαν τη χειμωνιάτικη χόβολη σε λαϊκό παραγώνι. Ήταν αναμενόμενα αυτά αν αναλογιστούμε την οδυνηρή περίοδο που προηγήθηκε και τις ρωγμές που άφησε σε εκατομμύρια καρδιές.

Τη δεκαετία του ’60 πολλοί χαρισματικοί δημιουργοί προσπάθησαν να γίνουν κήρυκες συναδέλφωσης για να μην επιστρέψουν ποτέ στη χώρα μας οι ολέθριες συνέπειες του διχασμού και να μη βρουν τόπο να σταθούν και «να ανθίσουν» τα πάθη και οι καταστροφικοί φανατισμοί. Ενδεικτικά αναφέρω Το Τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού, του γιγαντόβιου Μίκη Θεοδωράκη -κ’ οι στίχοι είναι δικοί του εδώ-, που οραματίζεται να φιλιώσει τα πολεμοχαρή αδέλφια εμπρός στο μητρικό, νεκρικό κρεβάτι.

Τι κρίμα, όμως, που αυτή η τόσο ελπιδοφόρα περίοδος ανακόπηκε από τη μεθοδευμένη και ξενοκίνητη δικτατορία η οποία άπλωσε παντού τα κατάμαυρα δίχτυα της και φυλάκισε σώματα, ψυχές, ταλέντα και συνειδήσεις. Η δικτατορία που επιβλήθηκε στην πατρίδα μας την 21η Απριλίου 1967 δεν θα μπορούσε να μην επηρεάσει το λαϊκό τραγούδι, και μάλιστα στην πιο καλή του ώρα. Άλλωστε, δεν ήταν μόνο η απαγόρευση των έργων του κομμουνιστή και «επικίνδυνου για το έθνος» Μίκη Θεοδωράκη, αλλά κυρίως η καθιέρωση μιας αυστηρής λογοκρισίας-λαιμητόμου για τα κοινωνικά και πολιτικά τραγούδια που τότε κυριαρχούσανε. Και βέβαια ο φόβος, η ανασφάλεια και ο δισταγμός που τρύπωσαν στις καρδιές των ανθρώπων θυμίζοντας σκιές του δημοτικού τραγουδιού Με φόβο τρώμε το ψωμί/με φόβο τραγουδάμε. Σίγουρα η δικτατορία ανέκοψε την πρόοδο του ελληνικού τραγουδιού – πολλοί δημιουργοί ξενιτεύτηκαν- και άρχισε σιγά σιγά και υπόγεια η υπονόμευσή του αλλά και η γενικότερη απονεύρωση η οποία φάνηκε καθαρά στο τέλος της επόμενης δεκαετίας, όταν διακρίνονται τα πρώτα σημάδια της αποκαλούμενης παρακμής.

Μια παρακμή που βιώνουμε απολύτως σήμερα, για άλλους λόγους. Γιατί το γνωρίζουν όλοι τώρα πως σήμερα κυρίαρχοι του παιχνιδιού είναι οι πολυεθνικές, οι τεχνοκράτες πάσης φύσεως και όλα τα μεγάλα και μικρά καπιταλιστικά παράγωγα. Όλο αυτό το «εξαίρετο» σύστημα ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τα υλικά οφέλη και φροντίζει το «ενοχλητικό» τραγούδι να μεταφερθεί στα μουσεία και πεδία του εφησυχασμού, της νάρκης, της ραστώνης και, κυρίως, της αφόρητης ομοιομορφίας. Άλλωστε, τώρα το τραγούδι οι νεοέλληνες το ’χουν αντικαταστήσει με τον ψυχαναλυτή και τα ψυχοφάρμακα. Είναι κι αυτό «μια κάποια λύσις». Η δύναμη όμως, η αξία, η εμβέλεια και η ρωμαλεότητα του τραγουδιού εκείνων των χρόνων φαίνεται από το ότι δεν μπορεί να σταθεί κανένα πρόγραμμα και να λειτουργήσει κανένα σχήμα εάν δεν ακουστούν δεκάδες τραγούδια, μεγάλα και καταξιωμένα ασφαλώς, απ’ τους αλησμόνητους «καιρούς της ανάγκης».

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Οι άνθρωποι, κατά τις δεκαετίες που αναφέρομαι, το τραγούδι το είχαν διαρκώς υπό μάλης. Ή το κρατούσαν σαν βρέφος στα χέρια τους όταν το πρωτοαντίκρυζαν, όταν το πρωτοσυναντούσαν, όταν ήταν νεογέννητο. Το λαϊκό τραγούδι -το ’νιωθαν βαθιά αυτό- ήταν μέλος της φαμίλιας τους. Το λάτρευαν. Κι αυτό μεγάλωνε σαν αρχοντοπαίδι μέσα σ’ ένα απολύτως τρυφερό και εύκρατο κλίμα. Οι άνθρωποι των καιρών εκείνων τραγουδούσαν. Πολύ. Και τραγουδούσαν παντού. Τις νύχτες στους δρόμους, στις γειτονιές και στις ταβέρνες, τις μέρες στις πορείες, στις διαδηλώσεις, στα γήπεδα, ακόμη και την ώρα της δουλειάς. Στο γιαπί, στο χωράφι, στα αργαλειά, στη φάμπρικα, στα καρνάγια, στα μικρομάγαζα. Κοντολογίς, τραγουδούσαν εκεί που η ζωή κυριαρχούσε, σπάραζε, φτερούγιζε και δοξαζόταν.

Το πρόσωπο του τραγουδιού ήταν πολύμορφο. Και πολυεπίπεδο. Και εκτυφλωτικό. Κι όπως το αντίκρυζες, κι όπως το άγγιζες, κι όπως το φιλούσες, χιλιάδες συναισθήματα ένιωθες να σε κατακυριεύουν. Τα ίδια συναισθήματα ακριβώς είχαν τότε και οι δημιουργοί των τραγουδιών. Γι’ αυτό πιστεύω πως όταν γίνει πλήρης, νηφάλια, εκτεταμένη και αντικειμενική αποτίμηση αυτής της περιόδου θα θεωρηθεί σαν η κλασική, η χρυσή περίοδος του τραγουδιού μας, και η εικοσαετία 1950-1970 θα ανακηρυχθεί η πλέον εύφορη περίοδός του. Και θα πάνε περίπατο -σε πείσμα των κατεδαφιστών- οι όποιες ενστάσεις για τον χαρακτήρα και για τις ανθρώπινες αδυναμίες των δημιουργών, γιατί απλούστατα ποτέ η ανθρωπότητα δεν έζησε σε «όμορφο κόσμο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο». Λέω πιο πάνω πως το πρόσωπο του τραγουδιού τις εποχές που προσεγγίζω ήταν πολύμορφο. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό αν αναλογιστούμε πως η δεκαετία του ’50 ήταν μια καθαρά μεταβατική περίοδος για το τραγούδι μας και η αντίστοιχη του ’60 επίσης, για διαφορετικούς λόγους ασφαλώς. Στην πρώτη -δεκαετία του ’50- και περίπου στο μέσον της τελειώνει τη διαδρομή του το ρεμπέτικο και αρχίζει τη δική του, πολυδύναμο, και ατόφιο, και καθαρό, το λαϊκό τραγούδι, με εκπληκτικά αποτελέσματα. Κάποια τραγούδια-κολοσσοί αυτής της περιόδου με σύγχρονες ενορχηστρώσεις μπορούν να σταθούν και σήμερα σε μεγάλες συναυλιακές αίθουσες και να μαγέψουν ακόμα και τους πλέον απαιτητικούς ακροατές.

Όσο για τη δεκαετία του ’60, είναι πάρα πολύ σημαντική και, βέβαια, πολυσυζητημένη και εν πολλοίς ανεξιχνίαστη. Όπως συμβαίνει πάντα με τις εποχές-σταθμούς, εποχές-ορόσημα, έχει πάρα πολλούς και φανατικούς υποστηρικτές που τη θεωρούν την καλύτερη -μακράν- του περασμένου αιώνα αλλά και άλλους, περισσότερο φειδωλούς, και συγκρατημένους, και μετριοπαθείς, και επιφυλακτικούς, που διακρίνουν τρωτά και διατυπώνουν για κάποιες παραμέτρους της ενστάσεις.

Σίγουρα, όμως, είναι μια δεκαετία υπερπολύτιμη πολιτισμικά σε παγκόσμιο επίπεδο που ήταν φυσιολογικό να αλλάξει το πρόσωπο του τραγουδιού παντού, αλλά και στην πατρίδα μας. Κινήματα νεολαιών σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, πολλές φορές ακροβατώντας και στους χώρους του ανέφικτου και του ουτοπικού, έφεραν αίσθηση σε όλες τις τέχνες και γέμισαν με αισιοδοξία και ελπίδες την οικουμένη.Στα καθ’ ημάς πολλά είναι τα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα που επηρέασαν το πρόσωπο του τραγουδιού. Το μεγαλύτερο, ίσως, η μετανάστευση. Είχε αρχίσει από τη δεκαετία του ’50 αλλά σ’ αυτήν του ’60 έφτασε στην κορύφωσή της. Δεκάδες δημιουργοί και ερμηνευτές ηχογραφούν πάρα πολλά τραγούδια που αναφέρονται στην αναχώρηση των νέων κυρίως για την κεντρική Ευρώπη -την μερίδα του λέοντος έχει η Γερμανία- αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και την Αυστραλία. Κυρίαρχοι στον τομέα αυτόν από πλευράς ερμηνείας ο απλησίαστος Στέλιος Καζαντζίδης και σε εκείνον του στίχου ο Κώστας Βίρβος, ένας τραγουδοποιός ολικής, ο μεγαλύτερος αναντίρρητα στην προ Λευτέρη Παπαδόπουλου εποχή. Όπως και να το δει κανείς, το λαϊκό τραγούδι την περίοδο αυτή έχει ταυτότητα, έχει γερά θεμέλια, έχει ρίζες, έχει φτερά και συγκινεί βαθύτατα τα λαϊκά στρώματα.

Ο ΗΧΟΣ

Η αστυφιλία, που είχε αρχίσει μετά τη λήξη του Εμφυλίου -για πολλούς λόγους-, συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 και βρέθηκε στα φόρτε της στην αντίστοιχη του ’60, επηρεάζοντας βαθιά το τραγούδι.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες επαρχιώτες που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα -κυρίως-, αλλά και στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες μεγάλες πόλεις, άλλαξαν τους χάρτες του τραγουδιού φέρνοντας μαζί τους εκτός από τις συνήθειες, τις παραδόσεις και τα μυστικά της τέχνης τους αντίκρυ στο δώρο που αποκαλείται ζωή και τους φίλιους και αγαπημένους τους ήχους.

Έτσι, δεν είναι καθόλου τυχαίο που τα βιολιά και τα κλαρίνα -πρωτίστως- έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ορχήστρες αλλά ακόμη στις ηχογραφήσεις όπου τραγουδούν οι μεγαλύτεροι αστέρες, π.χ. Καζαντζίδης, Λύδια, Γκρέυ, Γαβαλάς, Αγγελόπουλος… Εκεί ακούμε δεξιοτέχνες αυτών των οργάνων να δίνουν το δικό τους ρεσιτάλ. Χαρακτηριστικά αναφέρω τον Γιάννη Βασιλόπουλο στο κλαρίνο και τον Γιώργο Κόρο στο βιολί. Και οι δημιουργοί πάντως, επηρεασμένοι από το δημοτικό τραγούδι, το αφήνουν πολλές φορές έντεχνα να διαπερνά τη μελωδία και τον στίχο. Την ίδια εποχή ανταμώνουν στον ουρανό του λαϊκού τραγουδιού και το επηρεάζουν ήχοι από Ανατολή και Δύση, δηλαδή ευρωπαϊκά και νοτιοαμερικάνικα μοτίβα, αλλά και αμιγώς ανατολίτικα, κυρίως τούρκικα και ινδικά (ταινίες Ναργκίς), που όλο και βρίσκουν έδαφος σε χιλιάδες λαϊκούς ανθρώπους. Είναι φυσιολογικό, λοιπόν, μέσα σ’ αυτή την πανσπερμία, την ακατάσχετη υπερπαραγωγή και την πολυεπίπεδη παρουσία και διασταύρωση να συναντούμε από κακά τραγούδια μέχρι αριστουργήματα. Η αιώνια μοίρα της τέχνης.

Ο ήχος επηρεάστηκε ακόμη και από τη μετατροπή του μπουζουκιού, του δημοφιλέστερου λαϊκού οργάνου, σε τετράχορδο. Τον δρόμο άνοιξε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 ο Μανώλης Χιώτης -ίσως ο επιφανέστερος σολίστας όλων των εποχών-, για να ακολουθήσουν το παράδειγμά του αργότερα όλοι οι μεγάλοι δεξιοτέχνες του μπουζουκιού. Η μετατροπή αυτή άλλαξε εντελώς τον ήχο των μελωδιών, τόσο που κάποιες στιγμές -π.χ. Τοπέλαγο είναι βαθύ- να ’χεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε δάσος αηδονιών. Την ίδια εποχή ο ήχος επηρεάζεται και απ’ την εμφάνιση των πρώτων μικρών δίσκων 45 στροφών. Τα θρυλικά και αλησμόνητα για τους βιώσαντες 45αράκια άλλαξαν και την ιστορία του τραγουδιού. Μέχρι τότε κυκλοφορούσαν οι παλιοί δίσκοι γραμμοφώνου 78 στροφών.

Κι όπως συμβαίνει πάντα στις περιόδους των αλλαγών, για κάποιο διάστημα κυκλοφορούσαν ταυτόχρονα τα τραγούδια, τα σουξέ της εποχής, και σε 45άρια και σε πλάκες 78 στροφών. Ένα άλλο γεγονός που επηρέασε τον ήχο και τον κατέστησε οικείο και αγαπημένο στην καρδιά του λαού ήταν η εμφάνιση των ηλεκτροφώνων. Δεν μπορεί κανένας να αισθανθεί και να φανταστεί -αν δεν τις βίωσε- τι ευφορία και ανάταση ένιωθαν οι ακροατές, της υπαίθρου ιδιαίτερα, όταν μέσα στην ήσυχη και αθόρυβη καλοκαιρινή νύχτα -τότε δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα, παρά ελάχιστα- ακούγονταν τα μεγάλα λαϊκά τραγούδια της εποχής από αγαπημένες φωνές που ανέβαζαν το μεράκι τους στα άστρα.

Τη δεκαετία του ’60 η απόλυτη κυριαρχία των παγκόσμιων μουσικών Θεοδωράκη και Χατζιδάκι -ο Μάνος πήρε και Όσκαρ για τη μουσική της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή»- αλλά και των επιγόνων, όπως αποκαλούνται οι μαθητές και οι συνεχιστές του έργου τους, επηρέασε και τον ήχο αφού οι ορχήστρες στα κέντρα, στις συναυλίες αλλά και στα στούντιο εμπλουτίστηκαν με σχεδόν όλα τα είδη των μουσικών οργάνων, πνευστών, εγχόρδων αλλά και πληκτροφόρων. Δεν αντέχω στον πειρασμό, μια και μίλησα για δισκάκια 45 στροφών, να μην αναφέρω και τους θαυμάσιους δίσκους 33 στροφών (lp) με τα ονειρεμένα, τις πιο πολλές φορές, εξώφυλλά τους· γνήσια έργα τέχνης. Συνήθως οι δίσκοι αυτοί, οι αποκαλούμενοι μακριάς διαρκείας, έκλειναν στο «σώμα τους» δώδεκα τραγούδια.

ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ

Ποτέ στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού -κι όχι μόνον του λαϊκού, αφού μας αρέσουν οι ετικέτες- δεν υπήρξαν στη σκηνή, στην πρώτη γραμμή, στη βιτρίνα, τόσο πολλοί μα και τόσο προικισμένοι δημιουργοί. Και μόνο η παράθεση των ονομάτων τους και η εργοβιογραφία τους χρειάζονται ειδικό τόμο, χρειάζονται τη δική τους «Βίβλο». Επαναλαμβάνω, όμως, πως ουδέποτε είχαν συναντηθεί τόσοι μεγάλοι δημιουργοί να εργάζονται ταυτόχρονα και να προσφέρουν μνημειώδη και απαράμιλλα έργα.

Και στη δεκαετία του ’50 αλλά κυρίως σ’ αυτήν του ’60 όπου οι αποκαλούμενοι έντεχνοι οδήγησαν το ελληνικό τραγούδι στους «επτά ουρανούς» έχουμε να απαριθμήσουμε πλήθος μεγαλόπνοων τραγουδιών τόσο στον τομέα της μελωδίας όσο και του λόγου. Αυτό οφείλεται αναμφίβολα -πέρα απ’ τους άξονες του τραγουδιού που έσφυζαν από υγεία- στη θαυμαστή χρονικά συγκυρία της συνάντησης, της συνεύρεσης και της συνεργασίας μεγάλων αναστημάτων από διαφορετικές σχολές. Έτσι, παρατηρούμε τη δεκαετία του ’50 οι δημιουργοί του ρεμπέτικου να είναι παρόντες και ενεργοί, και πολλές φορές να υπηρετούν και τα δύο είδη -ρεμπέτικο και λαϊκό- ή να συνυπάρχουν με τους καθαρά λαϊκούς συνθέτες. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στη διάρκεια του ’60, με διαφορετικούς όμως πρωταγωνιστές. Οι μεγάλοι λαϊκοί δημιουργοί συνυπάρχουν με τους έντεχνους και έχουμε ολόκληρο «τάγμα» πρωτομαστόρων που «ζωγραφίζουν αγίους». Παρατηρούμε, λοιπόν, σ’ αυτές τις δύο μαγικές, ουσιαστικές και γόνιμες δεκαετίες να γράφουν και να συνυπάρχουν ο Τσιτσάνης και ο Παπαϊωάννου, ο Μητσάκης και ο Καλδάρας, ο Ζαμπέτας και ο Άκης Πάνου, ο Δερβενιώτης και ο Μπακάλης, ο Χιώτης και ο Χρυσίνης, ο Κλουβάτος και ο Ποτοσίδης, ο Βαρτάνης και ο Καραπατάκης, ο Νταράλας και ο Μεϊμάρης, ο Καρανικόλας και ο Κυριαζής, ακόμη και ο μυθικός Μάρκος Βαμβακάρης. Κι άλλοι πολλοί, βεβαίως.

Κι απ’ την άλλη μεριά ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις, ο Ξαρχάκος και ο Μαρκόπουλος, ο Κουγιουμτζής και ο Σπανός, ο Πλέσσας και ο Μαμαγκάκης, ο Μούτσης και ο Λοΐζος, ο Λεοντής και ο Μαυρουδής, ο Σαββόπουλος και ο Χατζής, ο Κόκοτος και ο Γλέζος, κ.ά. Αλλά και από τους αποκαλούμενους ελαφρούς συνθέτες όπως ο Σουγιούλ -μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1958-, ο Μουζάκης, ο Μωράκης, ο Κλάβας, ο Γιαννίδης, ο Μαρκέας κ.λ.π. γράφηκαν ωραία τραγούδια που αγαπήθηκαν πολύ από το ευρύ κοινό. Θέλω, όμως, με την ευκαιρία της παρουσίας τόσων δημιουργών από διαφορετικούς χώρους να τοποθετηθώ, όπως κάθε ελεύθερος άνθρωπος φαντάζομαι, απέναντι στις ετικέτες που με ευκολία τοποθετούμε, αυθαίρετα πολλές φορές, στο σώμα των τραγουδιών, και στις διαχωριστικές γραμμές των εποχών. Είναι άστοχο και άδικο, θαρρώ, να αποκαλούμε λαϊκό τραγούδι τη Συννεφιασμένη Κυριακή επειδή γράφηκε από τον λαϊκό Τσιτσάνη, και όχι το Αγάπη που ’γινες δίκοπο μαχαίρι, επειδή το υπογράφει ο έντεχνος Μάνος Χατζιδάκις. Από τη στιγμή που ένα τραγούδι ακούγεται από εκατοντάδες χιλιάδες στόματα κάθε ηλικίας και προκαλεί συγκινήσεις και αναταράξεις στις ψυχές τους, οι ταμπέλες είναι περιττές. Δηλαδή ο Τραμπαρίφας του Σουγιούλ και των Γιαννακόπουλου-Σακελλάριου δεν είναι ατόφιο λαϊκό τραγούδι; Θα του φοράμε αιώνια το «κουστούμι» του αρχοντορεμπέτικου; Δεν είναι λίγο ρατσιστικό αυτό; Το τραγούδι ασφαλώς και εξελίσσεται και οι συνθήκες που επικρατούν στο στιγματίζουν, το καθιερώνουν ή το απορρίπτουν. Αλλά, πάντα κατά την άποψή μου, πρέπει να το βλέπουμε σαν σπουδαίο, αληθινό, σημαντικό, πρωτογενές, με άλλα λόγια σαν καλό ή μεγάλο τραγούδι ή σαν αντίγραφο, κάλπικο, άνευρο, ρηχό ή λιγότερο σημαντικό, κατά συνέπεια σαν μέτριο ή κακό τραγούδι.

Ανέφερα παραπάνω δεκάδες ονόματα δημιουργών-συνθετών. Όπως είναι φυσικό, δεν υπάρχει δυνατότητα σε ένα σημείωμα να γίνει έστω και φευγαλέα η αξιολόγηση -πάντα υποκειμενική- τόσων σημαντικών καλλιτεχνών. Άλλωστε, ο κύριος σκοπός μου είναι να περάσω -όσο γίνεται- το χρώμα, το ύφος και το άρωμα της εποχής. Επίσης, ένα ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει τους ειδικούς-ιστορικούς του τραγουδιού, μια και μιλούμε για δημιουργούς, είναι η αποκατάσταση κάποιων αδικημένων. Αναφέρω, στην τύχη, ένα μεγάλο λαϊκό τραγούδι που σε ’μάς πέρασε και μας «ανέτρεψε» με τη θεία φωνή του Καζαντζίδη σαν ερμηνευτή αλλά και δημιουργού. Μιλώ για το Δυο πόρτες έχει η ζωή. Κι όμως, πίσω απ’ τη μελωδία βρίσκεται ο Βασίλης Καραπατάκης κι απ’ τον στίχο η μεγάλη «γριά», Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που πουλούσε τα τραγούδια της αντί πινακίου φακής.

Ο ΣΤΙΧΟΣ

Ανήκω σ’ αυτούς που υποστηρίζουν με «ιερό φανατισμό» τον λόγο. Πρέπει να βρίσκεται κανείς σε «άλλα μέρη» όταν αγνοεί πως ο στίχος είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του τραγουδιού. Και το λαϊκό μας τραγούδι ευτύχησε πολύ σ’ αυτόν τον τομέα. Ατέλειωτος ο «στρατός» των σημαντικών, σπουδαίων, μεγάλων και αρίστων ποιητών που το αγάπησαν, που το μεγάλωσαν, που του αφιέρωσαν όλη τους την ψυχή προσφέροντας σε ’μάς διαμάντια. Για να νιώσουμε πόσο καίριος, εμβόλιμος, υπέρμαχος και θαυματουργός, είναι ο λόγος, αρκεί να θυμηθούμε τα περισσότερα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι πριν αρχίσει τη συνεργασία του με τον Νίκο Γκάτσο. Αυτό και μόνο φθάνει.

Τη δεκαετία του ’50 κυριάρχησαν οι φυσιογνωμίες του Κώστα Βίρβου, του Χρήστου Κολοκοτρώνη, του Χαράλαμπου Βασιλειάδη (Τσάντα), και βέβαια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, που μπήκε αργά στο τραγούδι. Επίσης, ένας πολύ σημαντικός ποιητής του λαϊκού τραγουδιού είναι την εποχή εκείνη και ο Δημήτρης Γκούτης, ένας κατά τη γνώμη μου παραγνωρισμένος δημιουργός. Ακόμη, πιστεύω πως πρέπει να αναφέρω και τα ονόματα των Κώστα Κοφινιώτη και Κώστα Μάνεση, που αν και ανήκουν στο λεγόμενο ελαφρό ρεπερτόριο έγραψαν και λαϊκές επιτυχίες. Ήδη όμως, από το τέλος της δεκαετίας του ’50, εισέρχονται στον χώρο του τραγουδιού οι ποιητές -«υπεύθυνος» κυρίως ο Θεοδωράκης- κι ο στίχος απογειώνεται για να εκτοξευθεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60 όταν ο συνωστισμός των μεγάλων τραγουδοποιών -απ’ την πλευρά του στίχου- είναι πρωτοφανής.

Έτσι βλέπουμε να μελοποιούνται έργα του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου, του Γιώργου Σεφέρη, του Κώστα Βάρναλη, ή να γράφουν τραγούδια-αστερισμούς ο Νίκος Γκάτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Δημήτρης Χριστοδούλου, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Άκος Δασκαλόπουλος, ο Βαγγέλης Γκούφας. Μια άλλη ομάδα πολύ σημαντική που γράφει ωραιότατα τραγούδια είναι αυτή που απαρτίζουν η Σώτια Τσώτου, ο Κώστας Κινδύνης, ο Δημήτρης Ιατρόπουλος, ο Γιάννης Κακουλίδης, ο Γιώργος Παπαστεφάνου, ο Πυθαγόρας Παπασταματίου κ.ά. Νομίζω πως έχω χρέος να αναφέρω και το όνομα του κορυφαίου θεατρικού συγγραφέα Ιάκωβου Καμπανέλλη γιατί έγραψε σημαντικότατους κύκλους τραγουδιών και με τους τρεις μεγάλους τότε συνθέτες μας: τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Σταύρο Ξαρχάκο. Τη δεκαετία του ’60 ο επίσης άξιος και ευαίσθητος συνθέτης Γιάννης Σπανός μελοποίησε μια πλειάδα νεοελλήνων ποιητών αφήνοντάς μας τρεις αλησμόνητες Ανθολογίες. Ο κατάλογος είναι μακρύς και θεωρώ πως χρειάζεται ειδικό αφιέρωμα. Από ’κεί και πέρα ισχύει και εδώ ό,τι αναφέρω για τους δημιουργούς των μελωδιών. Είναι δυνατόν να κλείσεις σ’ ένα σημείωμα τον Ελύτη και το Άξιον Εστί του, τον Ρίτσο και τη Ρωμιοσύνη του, τον Παπαδόπουλο και τον Δρόμο του, τον Γκάτσο και τη Μυθολογία του; Ας είναι. Αυτό που έχει πολύ μεγάλη σημασία μπορεί να ειπωθεί και έτσι: ο υψιπετής λόγος της δεκαετίας του ’60 έκανε τα τραγούδια να μοιάζουν χειροποίητα. Τα ’στελναν οι ερωτευμένοι στα χέρια των λατρεμένων τους, με «νεαρούς αγγέλους», και τ’ αποκαλούσαν ραβασάκια. Τα τραγούδια σεργιανούσαν κάτω απ’ τα παράθυρα ή σταματούσαν να πιουν ένα ποτήρι, στη γωνιά του ταβερνείου, πιάνοντας κουβέντα με τον «αναστεναγμό». Κάποιες φορές «σαλτάριζαν» συνθηματικά στον αγέρα της γειτονιάς κι ανταποκρίνονται όσοι τα ελάμβαναν.

Ήταν ας πούμε τα σημερινά μηνύματα που στέλνουν οι ερωτευμένοι με τα κινητά τους τηλέφωνα.

Τα λαϊκά τραγούδια στην προ τεχνολογίας εποχή, όταν ο λόγος κυριαρχούσε και άστραφτε, ήταν η συνέχεια της ψυχής των ανθρώπων.

ΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ

Τη δεκαετία του ’50 ο Παγιουμτζής και ο Τσιτσάνης, ο Ευγενικός και ο Τζουανάκος, ο Μπίνης κι ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Γιουλάκης κι ο Ευσταθίου, η Μπέλλου και η Νίνου, η Χρυσάφη και η Γεωργακοπούλου, κ.ά., συναντούν τον Καζαντζίδη και τον Μπιθικώτση, τον Γαβαλά και τον Αγγελόπουλο, τον Διονυσίου και τον Βαγγέλη Περπινιάδη, τον Μενιδιάτη και τον Αναγνωστάκη, τον Ζαγοραίο και τον Καναρίδη, τον Τσετίνη και τον Παπαδάκη, την Γκρέυ και τη Λύδια, την Πάνου και τη Λίντα, τη Δούκισσα, κ.ά. Τη δεκαετία του ’60, πλέον, ο συνωστισμός είναι αφόρητος, προς δόξαν και τιμήν όμως του τραγουδιού μας. Η δεύτερη ομάδα από τους προαναφερθέντες και τις προαναφερθείσες, όλοι «πρώτης εθνικής» κατηγορίας, και κάποιοι «μικτής κόσμου», συναντούν τα νέα φιντάνια που έχουν βγει στο μεϊντάνι και είναι ο Πουλόπουλος και ο Μητροπάνος, ο Καλατζής και ο Νταλάρας, ο Πάριος και ο Κόκοτας, ο Βιολάρης και ο Τζανέτης, η Μοσχολιού και η Μαρινέλλα (μόνη της πια, χωρίς να κάνει σεκόντο στον Στέλιο), η Γαλάνη και η Διαμάντη, η Βάνου και η Κουμιώτη, κ.ά. Επίσης, θεωρώ πως πρέπει να αναφερθούν και τα ονόματα των δεύτερων φωνών, γυναικών κυρίως, όπως Γκίκα, Κούρτη, Νόρμα, Καλάκη, κ.ά.

Ποτέ, ισχυρίζονται οι ειδικοί, δεν είχε η πατρίδα μας συγκεντρωμένες τόσο σπουδαίες, ξεχωριστές και μεγάλες φωνές. Έτσι είναι. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι, και σήμερα δεν απουσιάζουν οι ωραίες φωνές, οι προικισμένοι τραγουδιστές. Το καλό τραγούδι, δυστυχώς, λείπει. Γι’ αυτό, όμως, δεν ευθύνονται εκείνοι.

Φτάνοντας στο τέλος, θαρρώ πως αντικρίζω από μακριά δυο αγαπημένους τροβαδούρους που λησμόνησα -σίγουρα λησμόνησα κι άλλους- να μου γνέφουν: τον Νίκο Γούναρη και τον Τώνη Μαρούδα. Και ρωτώ εσάς: αυτοί δεν υπήρξαν μεγάλοι λαϊκοί τραγουδιστές;

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Αισθάνομαι, και το λέω μετά λόγου γνώσεως, πως τράβηξα μόνο μια γραμμή για ένα τόσο μεγάλο κεφάλαιο – «Βίβλο», όπως το αποκάλεσα. Κι αυτό με γεμίζει θλίψη. Μα πιο πολύ λυπάμαι για τους δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού που έζησαν και έφυγαν αδικαίωτοι. Και δεν τους μνημονεύει πια κανείς. Κανένα καντήλι δεν καίει έναν «καημό» τους. Πιστεύω -το πιστεύω βαθύτατα- πως όλοι μας είμαστε χρεώστες σ’ αυτούς τους πανάξιους δουλευτές της μουσικής και του στίχου. Όπως και στουςδιάφορους βιρτουόζους των λαϊκών οργάνων, που μου ήταν αδύνατον να τους αναφέρω και γυρεύω χίλιες φορές συγχώρεση. Θέλω εδώ πριν κλείσω να παραθέσω λίγες αράδες απ’ τον επίλογο των «Γειτονιών του Στέλιου», που γράφηκαν πριν από περίπου 25 χρόνια. «Αγαπώ πολύ, αγαπώ βαθιά, όλους όσους πρόσφεραν, με κάθε τρόπο -ακόμα και το ελάχιστο- στην υπόθεση που λέμε λαϊκό τραγούδι. Νιώθω -φορές- το κορμί μου να τραντάζεται, τη διάθεση μου να γλυκαίνει, να, πώς να το πω, ακόμα και στη σκέψη τους μερεύω, βγάζουνε φωτιές τα μηνίγγια μου και ένας αλλιώτικος αέρας με τυλίγει». Ναι, έτσι ακριβώς. Και σήμερα, το λέω για άλλη μια φορά, αισθάνομαι περισσότερο από ποτέ πόσο πολλά χρωστάμε σε όλους όσοι προσήλθαν ευλαβικά και κατέθεσαν τον «οβολό» τους, κατέθεσαν ένα κομμάτι απ’ την ψυχή τους, στην Αγία Τράπεζα του λαϊκού τραγουδιού. Όλους αυτούς που πρέπει όχι μόνο να θυμόμαστε μα και να τιμούμε και να ευγνωμονούμε, στον νυν και στο αεί.

*Οι φωτογραφίες και το αρχειακό υλικό προέρχονται από το αρχείο του Όθων Τσουνάκου.
http://www.ogdoo.gr

Recommended For You