Τα στέκια μιας πόλης που βιάστηκε να μεγαλώσει

Στον παλιό «Ελευθερουδάκη», Καραγεώργη Σερβίας και Σταδίου, δεν είχα μπει ποτέ. Μόνο τις βιτρίνες κοίταζα. Ήταν μια άλλη πλατεία Συντάγματος, που το κάτω μέρος της άλλαξε άρδην στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Εκεί που ήταν το περιώνυμο βιβλιοπωλείο χτίστηκε το κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, μέγας τουριστικός κόμβος για την ανταλλαγή ξένων νομισμάτων. Από απέναντι εξαφανίστηκε το ιστορικό καφενείο Ζαχαράτου και ένα κτίριο στα μπετά ασχήμιζε για χρόνια τη γωνία με την επιγραφή φιλόδοξου πολιτευτή· αργότερα σχηματίστηκε το ξενοδοχείο.

Στο κέντρο της βάσης της πλατείας, το ονομαστό Ζαχαροπλαστείο Ζαβορίτη έδωσε τη θέση του στο Υπουργείο Συντονισμού και στην αρχή της οδού Μητροπόλεως το θέατρο Κυβέλης εξαφανίστηκε πριν ακόμα εκλείψει η μεγάλη πρωταγωνίστρια. Λίγα χρόνια αργότερα, πιο κάτω χαμηλά στη Σταδίου, έκλεισε το «Πέτρογραδ» του Νίκυ Γιάκοβλεφ…

Το εσωτερικό του κινηματογράφου «Απόλλων» που παραμένει κλειστός μετά τον εμπρησμό του 2012.

Θυμάμαι τώρα τις αλλαγές αυτές, που συνέβησαν μέσα σε λίγα χρόνια, καθώς τους τελευταίους καιρούς μια σειρά θρυλικών καταστημάτων του κέντρου των Αθηνών έκλεισαν, θύματα της κοινωνικής αναταραχής, του κακού που έπεσε πάνω στον τόπο, αλλά και, κάποια, μιας υπερφίαλης επεκτατικής πολιτικής με σοβαρές επιπτώσεις για τους προμηθευτές τους. Η διαφορά είναι πως τότε οι αλλαγές ήταν απόρροια της ανάπτυξης, ενώ τώρα είναι σημάδια της κρίσης. Αυτή είναι η ουσιώδης και καθοριστική αλλαγή που φαίνεται να εξελίσσεται στο κέντρο των Αθηνών, διαμορφώνοντας μια εικόνα περίπου ρημαγμένης πόλης.

Βεβαίως, ενδιαμέσως, στα χρόνια της ευφορίας, νέα μεγάλα καταστήματα, δεκάδες μικρά μαγαζιά και στέκια ήρθαν να καλύψουν ανάγκες του καθημερινού βίου. Ωστόσο, η αίσθηση για κάποιον που ζει εβδομήντα χρόνια το κέντρο αυτής της πόλης είναι απογοητευτική. Μπορεί να λυπηθήκαμε κάποτε που έκλεισε ο Ορφανίδης ή ο Απότσος (ήμουν θαμώνας και των τριών διαδοχικά μαγαζιών του στη Σταδίου, στη Βουκουρεστίου και στην Πανεπιστημίου), τώρα όμως το πράγμα έλαβε ρυθμό σαρωτικό.

Πέρασα από του «Ελευθερουδάκη» για τελευταία φορά πέρυσι και αγόρασα κάτι εις ανάμνησιν παλαιών ημερών. Δεν ήμουν από τους τακτικούς πελάτες του· όμως όλα αυτά τα χρόνια κάτι θα με έφερνε στο κατάστημα της οδού Βουλής και αργότερα της Πανεπιστημίου. Προσωπικά, προτιμούσα την «Εστία», τον Κολλάρο όπως τον λέγαμε παλιά, ακόμα από την οδό Σταδίου· είχα πρωτοπάει, μαθητής νυκτερινού γυμνασίου, να αγοράσω τη «Σύντομη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» του Γιώργου Καλαματιανού και έκτοτε έμεινα πιστός, ενώ των γαλλικών βιβλίων ο θησαυρός κρυβόταν 150 μέτρα πιο πάνω, στο πατάρι του κλειστού πλέον Κάουφμαν, όπου, λένε οι παλιοί, για ένα διάστημα εργαζόταν εκεί ο Κ. Θ. Δημαράς.

Οι ανθρωποκτόνες φωτιές αφρόνων κατέστρεψαν, τον Φεβρουάριο του 2012, τον κινηματογράφο «Αττικόν». Το 1970-71, όταν όλη η Ελλάδα κρεμόταν μπροστά στις τηλεοράσεις Uranya για να δει ποδόσφαιρο, θυμάμαι είχα δει σε εκείνη τη μεγάλη αίθουσα την ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Ο κομφορμιστής». Στην πλατεία μόνο άτομα πέντε κι εγώ με τη στολή του ναύτη, καθώς το είχα σκάσει από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού όπου υπηρετούσα και ενώ όλη η φρουρά είχε «εξουδετερωθεί» από την τηλεόραση. Αξέχαστη εμπειρία με την πληθωρική Στεφανία Σαντρέλι και την αινιγματική Ντομινίκ Σαντά να πλαισιώνουν τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν στον ρόλο του γραφειοκράτη εντεταλμένου φονιά του μουσολινικού καθεστώτος. Η τελευταία φορά που πήγα στο «Αττικόν» ήταν πριν από αρκετά χρόνια μια Κυριακή πρωί στην ταινία για παιδιά «Το εργοστάσιο σοκολάτας», με την Άννα να βρίσκει έκπληκτη μικρές σοκολάτες κάτω από τα καθίσματα. Αυτή η γλυκιά ανάμνηση μένει, αλλά το «Αττικόν», κόσμημα του Μεσοπολέμου, έπαψε να είναι ένας χώρος όπου μας αποκαλυπτόταν η μαγεία της οθόνης. Ένας χώρος της Αθήνας παλαιών ημερών, όπου συμφύρονταν ζευγάρια καλλιεργημένων «αστών» και ανήσυχα κορίτσια και αγόρια των συνοικιών.

Πιο πάνω, πάντα στη Σταδίου, πριν από περίπου πέντε χρόνια έκλεισε ο Νησιώτης με τα πολυτελή μαχαιροπίρουνα. Πέρα από την οικονομική και κοινωνική πλευρά του συμβάντος, είναι μια απουσία που δεν με άγγιξε, όπως αγνοώ αν υπάρχει ακόμα ο «αντίπαλός» του Διονάτος. Εμείς στο σπίτι μου δεν τρώγαμε με Christofle. Είτε μαριδάκι τηγανητό υπήρχε στο τραπέζι είτε ροσμπίφ με χοντρό μακαρόνι, τα μαχαιροπίρουνά μας δεν επιδιώκαμε να παραπέμπουν σε ανύπαρκτους τίτλους ευγενείας των παππούδων μας, όπως θα υποπτευόταν ο Ρολάν Μπαρτ· άλλωστε δεν είχαμε και τα μέσα.

Η Πανεπιστημίου χωρίς το «Ιντεάλ» 

Το καλοκαίρι του 2014 το γνήσια αθηναϊκό εστιατόριο «Ιντεάλ» (δεξιά) στην οδό Πανεπιστημίου έκλεισε για ανακαίνιση. Δεν άνοιξε ποτέ ξανά.

Ασχέτως όμως της κάθε ξεχωριστής περίπτωσης, η πόλη-ρημαδιό με θλίβει. Έτσι, όταν κατεβαίνω την Πανεπιστημίου και βλέπω την ταμπέλα του «Ιντεάλ» να στέκει ακόμη και σήμερα ως απομεινάρι του παρελθόντος, θυμάμαι τον ξεχωριστό γαστρονομικό οίκο που έπεσε θύμα των βιαιοτήτων της κοινωνικής έντασης. Ήταν ιδεώδες το «Ιντεάλ». Παλιά, στη δεκαετία του ’60 ακόμα, έμπαινες και αριστερά σου ήταν η μεγάλη μπάρα, το comptoir που λένε οι Γάλλοι, όπου μπορούσες, καθισμένος σε σκαμπό, να απολαύσεις μια μπίρα ποτήρι με μια ποικιλία εξαιρετικών μεζέζων. Αν προχωρούσες στο βάθος, στη μεγάλη αίθουσα με τα ξύλινα υποστυλώματα και το ευγενικό και υψηλής επαγγελματικής στάθμης σβέλτο προσωπικό, μπορούσες να καθίσεις και να απολαύσεις κότα μιλανέζα ή μοσχαράκι ψητό, γεύσεις θεσπέσιες. Αργότερα το «Ιντεάλ» ανακαινίστηκε σε στυλ αρ ντεκό, με τους Αδελφούς Βλασσόπουλους να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, με νέες και παλαιές συνταγές: σαλάτα του ψαρά, καραβιδόψιχα σος ραβιγκό, κρεπινέτες σχάρας και το κλασικό κερκυραϊκό κοκκινιστό μοσχάρι. Θυμάμαι στο ιδιαίτερο διαμέρισμα που διέθετε το «Ιντεάλ», όταν βαφτίσαμε τη Μυρτώ, ήπιαμε ένα εξαίρετο «Tour la Reine» από τον Πύργο της Βασιλίσσης, έξι χιλιόμετρα από την Ομόνοια… Τελευταία φορά που περάσαμε από το «Ιντεάλ» ήταν ένα βράδυ μετά τη Λυρική.

Και η Λυρική αφήνει το «Ολύμπια» και θα πάψει το ζωηρό χρώμα της οδού Ακαδημίας τα χειμωνιάτικα βράδια. Αλλά η Λυρική έχει την ακριβή τύχη να ενταχθεί στον μεγάλο πολιτιστικό πόλο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στις Τζιτζιφιές και να σωθεί από τη λαίλαπα.

Πιο πολύ όμως από αυτές τις απώλειες με συγκινεί η καταστροφή ή η αναίρεση της δημόσιας ρητορικής από νεοβανδάλους ή ασύδοτους νταλαβεριτζήδες. Μιλώ για τις προτομές που εκλάπησαν για να πουληθεί -υποθέτω σε έμπορους γνωστούς στις αρχές- το μέταλλό τους, για τις ασχημίες με επιγραφές ή απλές ρίψεις μπογιάς πάνω σε αγάλματα που απεικονίζουν τον Παλαμά (τον ποιητή του «Γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων!», ξυλοσχίστες αναρχικούληδες) ή τον Γρηγόριο τον Ε΄ που πλήρωσε με τη ζωή του τη θέση του ως εκπροσώπου του επαναστατημένου Γένους και ακόμα πληρώνει… Αλλά μιλώ και για την προτομή του Περρίκου στη Γλάδστωνος και Πατησίων, που με τους δικούς του, την Μπίμπα και τους άλλους, το 1942, τίναξε στον αέρα τους Γερμανούς και τους συνεργάτες τους εθνικοσοσιαλιστές της ΕΣΠΟ. Η προτομή του λοιπόν, χρόνια τώρα, πνίγεται από τα τραπεζάκια και τις καρέκλες και πότε σκιάζεται, πότε καλύπτεται από τις τέντες των μαγαζιών με το φραπόγαλα και, μέχρι προσφάτως, με το κοντοσούβλι. Ναι, στο κέντρο των Αθηνών. Και κανείς δεν φαίνεται να αντιδρά. Και μη μου πείτε ότι γι’ αυτό που συμβαίνει με την προτομή του Περρίκου φταίει η οικονομική κρίση, πως τάχα δεν έχουμε επαρκή αστυνομική δύναμη, όταν αυτοί που εμπράκτως προσβάλλουν καθημερινά τη μνήμη του είναι εκεί, παρόντες. Δεν φταίει λοιπόν, εν προκειμένω, η οικονομική κρίση. Η κρίση των αξιών μας ή μάλλον ημών των ιδίων φταίει και το ότι δεν αγαπάμε ειλικρινά αυτή την πόλη. Και αυτή την πατρίδα…

Ας ελπίσουμε πως θα ’ρθουν καιροί καλύτεροι και θα πράξουμε και θα αισθανθούμε ωραίοι σαν Έλληνες των Αθηνών. ■

Περιοδικό “Κ”

Recommended For You