Παραθαλάσσιον εσπερινόν γεύμα μετ’ εμποδίων το 1915

Δώστε, κύριε, μίαν δεκάραν εις τον αναξιοπαθούντα συμπολίτην σας! Ασφαλώς και όποτε βγήκατε «έξω» να ξεσκάσετε λιγάκι -αλήθεια θυμάστε πως κάποτε «βγαίνατε»;- θα αντιμετωπίσατε ορδές μικροπωλητών που θα σας πρόσφεραν τα πιο απίθανα πράγματα! Για να σας παρηγορήσω λιγάκι, τα ίδια και χειρότερα γινόντουσαν και το 1915.

Πάρτε εικόνα: «Συνήθως όταν πηγαίνη κανείς εις την εξοχήν πρέπει να έχη ένα τάλληρον, το οποίον θα χαλάση εις το Φάληρον, όπως αναφέρει και το σχετικόν άσμα. Αλλά τούτο δεν είνε αρκετόν πλέον, διότι εκτός της ακρίβειας συμβαίνουν και άλλα επίσης ευχάριστα πράγματα εις τας εξοχάς, απαιτούντα εφέτος την προμήθειαν το ολιγώτερον δύο ταλλήρων δια να είνε κανείς εν πλήρει τάξει απέναντι των εκατοντάδων ζητιάνων, μικροπωλητών, επιχειρηματιών της στιγμής, οι οποίοι έχουν την καλωσύνην να ποικίλλουν το παραθαλάσσιον εσπερινόν γεύμα σου δια της τερπνής παρουσίας των.

Σπίτι ενδεχόμενον να εύρη κανείς εις τας Αθήνας, αλλ’ όχι και καρέκλαν εις την Φαληρικήν ακτήν και αν την εύρη θα ευρεθούν περισσότεροι των τεσσάρων συμπολιτών οι οποίοι θα ζητήσουν την παραχώρησίν της. Αν υποτεθή όμως ότι δύναται να εφαρμώση τις την αρχήν της με πάσαν θυσίαν διατηρήσεως των κεκτημένων και καθήση εις καρέκλαν, θα καθήση πολύ έως ότου να εμφανισθή γκαρσόνι, το οποίον όταν θα εμφανισθή θα δηλώση ότι δυστυχώς «δεν έχει πλέον τίποτε», αλλ’ αυτός δεν είνε αρκετός λόγος ώστε να μη σας ελαφρώση μετ’ ολίγον το πορτοφόλι σας ακριβώς με τίποτε.

Αλλά μεταξύ της αφίξεως του γκαρσονιού και της προσκομίσεως μιας ντομάτας γεμιστής, πλήξις δεν δύναται να καταλάβη τον ατυχή γευματίζοντα Αθηναίον, αφού αναλαμβάνουν να τέρψουν τας μακράς ώρας της αναμονής του αντί της αιτήσεως μιάς ταπεινής δεκάρας –έκαστος εννοείται- δισχίλιοι επαίται των δύο γενών και όλων των ηλικιών, ού μην αλλά και διάφοροι οργανοπαίκται, φωνογράφοι, σκιτσογράφοι, γελοιογράφοι, ανθοπώλαι, ψιλικατζήδες, τέλος πολύ φιλόφρονες επιχειρηματίαι.

-Θεός χωρέση τα’ αποθαμένα σας, κύριε, δώστε μου μίαν δεκαρίτσαν…
-Μια δεκάρα, κύριε, να πάρω ψωμί!
-Δώστε, κύριε, μίαν δεκάραν εις τον αναξιοπαθούντα συμπολίτην σας!
-Ιδού, κύριε, με μίαν δεκάραν δύναμαι να σας κάμω αυθωρεί το πορτραίτο σας, την γελοιογραφίαν σας!
-Μίαν δεκάραν, κύριε, δια την «Εύθυμος Χήρα» την οποίαν έπαιξε προς χάριν σας ο φωνογράφος!
-Θαυμάσια γιασεμιά, κύριε! Δεν δύνασθε παρά να πάρετε δύο μπουκετάκια, ένα δι’ υμάς και ένα δια την εκλεκτήν σας, η οποία σας αναμένει απόψε!
-Εδώ έχω τους εκλεκτούς, τους μόνους αληθείς βίους όλων των αγίων, κύριε, αντί μιάς δεκάρας!
-Στρείδια, κυδώνια, κύριε, φρεσκότατα! Μυρίζουν θάλασσαν!

(Και βεβαίως μυρίζουν, αφού προ ολίγου τα ερράντισε δι’ εκατοστήν φοράν με θάλασσαν ο πωλητής των).

Μετά δυσκολίας κατορθώνει να διανοίξη δίοδον το γκαρσόνι δια να σας φέρη την γεμιστήν ντομάτα σας, εν μέσω των ταγμάτων των ευχάριστων αυτών επισκεπτών σας.

Δεν σας την εσερβίρισεν ακόμη και δεκαέξ αναξιοπαθούντες άνθρωποι σας την ζητούν.

-Μήπως σας περισσεύει, κύριε, αυτή η ντομάτα;

Αλλά το γκαρσόνι ελησμόνησε να φέρη μαχαιροπήρουνα.

-Βρε παιδί μου, μαχαίρι, πηρούνι!

Ως από μηχανής Θεός παρουσιάζεται πλανόδιος πωλητής:

-Μαχαιροπήρουνα είπατε κύριε; Ιδού έχω περίφημα αγγλικά μαχαιροπήρουνα.

Άλλος καταφθάνει με καρφίτσες, άλλος με χαρτί και φακέλλους, τρίτος με κουμπιά, 32 με σιγαρέττα, 1566 με φυστίκια, πασσατέμπο. Αραβόσιτα του γαλάτου, 8000 με λαχεία, 26000 με γιάτσο. (σ.σ. παγωτό).

Τούτο οπωσδήποτε λέγεται εξοχικόν γεύμα, αλλά και η Δημαρχία να διένειμε βοηθήματα προς τους απόρους, δεν θα επολιορκείτο τόσον.

Κατόπιν όλων αυτών σας παρουσιάζεται και ο λογαριασμός, έχει δε και αξίωσιν γενναίου πουρμπουάρ το γκαρσόνι, το οποίον δυνατόν να μη βλέπη τις μυίγες που σας σερβίρη μαζί με την γεμιστήν ντομάτα σας, αλλά να μη βλέπη όμως και όλες αυτές τις αλογόμυιγες των πελατών του, που σπεύδουν ν’ αφαιρέσουν και την τελευταίαν δεκάραν των γευματιζόντων, είνε αρκετά απελπιστικόν δια την ιδιοφυΐαν του!».
( «Εμπρός»)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Recommended For You