Μουσμουλιά το παράξενο φρούτο του χειμώνα!

Με ιδιαίτερο σχήμα και γεύση, καλλιεργήθηκε από τους αρχαίους Ελληνες και τους Ρωμαίους

Από μικρό παιδί πάντα περίμενα τους καρπούς της να ωριμάσουν καλά στα τέλη του φθινοπώρου για να τους απολαύσω… Ο λόγος για τη μουσμουλιά, όπως την αποκαλούμε στα μέρη μου, ή καλύτερα για τη χειμωνιάτικη μουσμουλιά, μιας και διαφέρει από τη μουσμουλιά που γνωρίζουν οι περισσότεροι.

Για να είμαστε πιο ακριβής και για να καταλάβετε περί τίνος πρόκειται, η πρώτη στην οποία αναφερόμαστε ανήκει στο είδος Mespilus germanica, την αποκαλούν και ως μουσμουλιά των βουνών και είναι παλιά ποικιλία, που βρίσκεται στη χώρα μας από τους αρχαίους χρόνους. Ανθίζει την άνοιξη και οι καρποί της, παρότι είναι καλοσχηματισμένοι το φθινόπωρο, τρώγονται μόλις πιάσουν τα πρώτα κρύα και αρχίσουν να πέφτουν τα φύλλα της. Τότε απλά ωριμάζουν.

Η δεύτερη και πιο γνωστή, είναι η Eriobotrya japonica, η μουσμουλιά των κάμπων, σαφώς νεότερη καθώς εισήχθη στην Ελλάδα περίπου στα μέσα του 19ου αιώνα. Σε αντίθεση με την Mespilys germanica, αυτή ανθίζει από το Σεπτέμβριο έως τον Δεκέμβριο και δίνει ώριμους καρπούς από τον Απρίλιο έως και τον Μάιο. Εδώ, αξίζει να αναφέρουμε πως στην αγγλική γλώσσα λεκτικά γίνεται διάκριση της μεσπιλιάς της γερμανικής ως medlar και της μουσμουλιάς ως loquat.

Οταν λοιπόν αναφέρομαι στα μούσμουλα σε φίλους και γνωστούς, το μυαλό των περισσότερων πηγαίνει στη δεύτερη ποικιλία. Οταν δε αντικρίζουν τον καρπό, η αλήθεια είναι πως… παθαίνουν κάτι. Τους φαίνεται σίγουρα παράξενος, στην καλύτερη, κάποιοι τον παρομοιάζουν με λουλούδι, κάποιοι άλλοι όμως με κρεμμύδι. Οσο για τη γεύση, δεν το συζητάμε. Ή θα αρέσει, ή δε θα αρέσει. Ισως τους τρομάζουν τα πολλά κουκούτσια, ίσως ότι το γεύονται για πρώτη φορά στη ζωή τους και δεν μπορούν να το συνδυάσουν με κάτι.

Προσωπικά βρίσκω τη γεύση του νόστιμη και οικεία, αφού τα καταναλώνω από τα παιδικά μου χρόνια. Μου θυμίζει σα μία «μίξη» μήλου – αχλαδιού και θεωρώ πως πρόκειται για μία εξαιρετικά υποτιμημένη ποικιλία φρούτων. Απορώ που αυτό το δέντρο, αυτός ο καρπός, ενώ υπάρχει στη χώρα μας από τους αρχαίους χρόνους, οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν. Σας συστήνω ανεπιφύλακτα να το δοκιμάσετε και να του δώσετε ακόμη και μία δεύτερη ευκαιρία γιατί του αξίζει!

Τι λέει η ιστορία

Η μεσπιλιά ή μακεδονική μουσμουλιά είναι δενδρύλιο της οικογενείας (Rosaceae) και ανήκει στο είδος Mespilus germanica (Μεσπιλέα η γερμανική). Παρά το βοτανικό της γερμανικό όνομα προέρχεται από τη νοτιοδυτική Ασία και τη νοτιοανατολική Ευρώπη, δηλαδή κοντά στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας και τη δυτική Μεσόγειο, τη Μικρά Ασία, τον Καύκασο και το βόρειο Ιράν. Καλλιεργήθηκε από τους αρχαίους Ελληνες και Ρωμαίους, από τον 2ο αιώνα π.Χ. ενώ στην αρχαιοελληνική γραμματεία αναφέρεται ως μέσπιλον από όπου πέρασε και στη λατινική γλώσσα ως mespilium. Ηταν ένας πολύ δημοφιλής καρπός στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, αλλά έχει χάσει τη χάρη του.

Εχει στρόγγυλους καρπούς σε καφέ χροιά με πλατιά σέπαλα στον μίσχο και όχι ωοειδείς και κίτρινους καρπούς, όπως τα μούσμουλα. Οι σύγχρονες ποικιλίες είναι ιαπωνικές και γλυκύτερες κατά την ωρίμανση από τη γνωστή μεσπιλιά. Είναι φρούτο που γλυκαίνει και γίνεται φαγώσιμο μόνον αν πιάσουν οι παγωνιές ή αν αποθηκευτεί μέσα στα άχυρα. Κάτι που έκαναν παλαιότερα, όταν δεν υπήρχαν ψυγεία.

Οι πολύτιμες ιδιότητές της

Δεν είναι τυχαίο πως στην αρχαιότητα, Ελληνες και Ρωμαίοι κάνουν συχνές αναφορές στην πολύτιμη χρήση της μεσπιλιάς ως θεραπευτικό βότανο. Οι ιδιότητες που παρουσιάζουν τα φύλλα της είναι πολλαπλές… Αρχικά, είναι στυπτικά και ως εκ τούτου ιδιαίτερα χρήσιμα σε καταστάσεις όπως διάρροιες και έμετοι. Η πλούσια σύστασή τους σε φλαβονοειδή και φαινολικές ενώσεις τα καθιστούν επίσης ιδιαίτερα ευεργετικά για τη θεραπεία μικροβιακών μολύνσεων, με ενδείξεις όπως αμυγδαλίτιδα, βρογχίτιδα, αποστήματα στοματικά και περιοδοντικά, βήχας, εμπύρετα κρυολογήματα, φλεγμονές του γαστρεντερικού συστήματος. Οι καρποί της είναι επίσης στυπτικοί και χρησιμοποιούνται για παραπλήσιες καταστάσεις όπως και τα φύλλα.

Παράλληλα, εξαιτίας της μεγάλης περιεκτικότητάς τους σε πολυφαινόλες αλλά και στην παρουσία αμυγδαλίνης, τους έχει αποδοθεί αντικαρκινική δράση. Πολλοί κάνουν λόγο και για την αποτελεσματικότητα της χρήσης βάμματος στην αντιμετώπιση της λεϊσμανίασης του δέρματος. Σύμφωνα με έρευνες, παρατηρήθηκε αισθητή μείωση τόσο στον αριθμό των παρασιτικών μονάδων, όσο και στη διάμετρο της επιφάνειας των δερματικών αλλοιώσεων. Γι’ αυτό όμως καλύτερα θα ήταν να συμβουλευτείτε το γιατρό σας.

Recommended For You