Μια ασυνήθιστη αφήγηση: Από τις περιπέτειες μιας ρέγγας στα χρόνια της Παλιάς Αθήνας

Μόνο που η ρέγγα ήταν λογία και κρατούσε και ημερολόγιο!

“[…] Παρήλθον έκτοτε είκοσιν έτη και όμως ενθυμούμαι καλώς την φοβεράν εκείνην στιγμήν. Ως τυφλαί επέσαμεν εις τα δίκτυα των Νορβηγών αλιέων, τρισχίλιαι εν όλω ρέγγαι, πλέουσαι την Βαλτικήν κατά πολυαρίθμους αγέλας και συνελήφθημεν αι μωραί. Άδοντες υπεδέχθησαν την λείαν επί του καταστρώματος του πλοιαρίου οι τραχείς αλιείς και εν’ώ ηκούετο το άσμα τούτο της χαράς, εγώ έτρεμον εκ φόβου η δυστυχής.

Διότι εγνώριζον την οικτράν τύχην, την τύχην, ήτις με περιέμενεν. Άλλοτε ποτέ μια νεαρά ρέγγα, φίλη μου στενή, συλληφθείσα και αυτή, αλλά δραπετεύσασα κατόπιν, μοί διηγήθη ότι φρίκωδη ήκουσε πράγματα από του στόματος των απηνών διωκτών μας. Θα την εκάπνιζον προηγουμένως και θα την απέστελλον κατόπιν τις οίδε που, εις τα πέρατα ίσως της οικουμένης δια να χρησιμεύση ως ευτελές έδεσμα εις τον λαίμαργον άνθρωπον.

Αλλ’ως είπον, η ευτυχής εκείνη θνητή, ηδυνήθη να δραπετεύση και ανακτήση την ελευθερίαν της∙ ενώ εγώ; Ύψιστε Θεέ!

Απέλπις εσπάρασσον επί του καταστρώματος, ώρας ολοκλήρους, θύμα ελεεινόν της ανθρώπινης απληστίας. Και εζήτησα ν’αυτοκτονήσω, ριπτόμενη εις την θάλασσαν, αλλ’οι διώκται μου, των οποίων ηδίκουν προφανώς την ευφυΐαν, ενόησαν αμέσως ότι το απονενοημένον τούτο κίνημα, όπερ δι’ένα εξ αυτών θα ήτο καταστροφή, δι’εμέ θ’απέβαινε σωτήριον. Και εις άγριος ψαράς με περιώρισεν ο σκληρός εντός βαθέος κοφίνου, βέβαιος πλέον ότι εκείθεν δεν θα ηδυνάμην να κάμω μεγάλα και επικίνδυνα άλματα. Έκλαυσα πικρώς∙ έλαβον την μεγάλην απόφασιν και κατάκοπος παρεδόθην εις τας αγκάλας του Μορφέως.

Όταν εξύπνησα, η περί εμέ όψις των πραγμάτων είχε μεταβληθή εντελώς. Δεν ήμην κυρία του εαυτού μου. Ο περιορισμός εις ον με είχον υποβάλει, ήτο αφόρητος. Η φυλακή εν η κατεδικάσθην να μένω, δεν ήτο την φοράν ταύτην ο ευρύς και βαθύς κόφινος του Νορβηγού αλιέως, αλλά βαρέλιον στενόν εντός του οποίου και η ελάχιστης κίνησις απέβαινεν αδύνατος. Μετ’εμού είχον τοποθετηθή κατά σειράν και εις στιβάδας, ικαναί εκ των αιχμαλωτισθεισών την ημέραν εκείνην συντρόφων μου. Και η μικρά φυλακή αντήχει εκ γόων και κοπετών. Ευρισκομένη εις την πρώτην σειράν και βλέπουσα ολίγον ουρανόν –το βαρέλιον ήτο εισέτι ασφράγιστον- παρηγορούμην οπωσδήποτε, εχάρην δε σχεδόν, όταν, στραφείσα επ’ολίγον ανεγνώρισα παρά το πλευρόν μου μίαν νεαράν ρέγγαν, χήραν από διετίας, πιστήν φίλην και λογίαν κυρίαν.

-Αγαπητή μου κυρία, της είπον, που ευρισκόμεθα;
-Εις το Λίβερπουλ!…
-Α! Ενθυμούμαι είνε αγγλική πόλις. Και θα μας αφήσουν εδώ;
-Όχι δυστυχώς, απήντησε η φίλη μου, δακρύουσα. Θα μας στείλουν εις την Ελλάδα, όπου θα φαγωθώμεν πολύ ταχέως, διότι οι άνθρωποι εκεί τρέφονται συνήθως…

Δεν επρόφθασε να τελειώση την φράσιν της και σκότος ζοφερόν μας περιέλαβε μετά κρότου επελθόν. Εσφράγιζον το βαρέλιον και εκάρφωνον το κάλυμμα, μετά πατάγου. Η φίλη μου ελιποθύμησεν. Εγώ αντέσχον και παρεδόθην εις γλυκειάς ονειροπολήσεις. Εις την Ελλάδα, έλεγον, εις την Ελλάδα, εκεί ας φαγωθώ, αφ’ου δεν ήτο τυχηρόν να ζήσω. Εις την Ελλάδα, την ένδοξον χώραν, εκεί ποθώ να τελευτήσω υπό τους πρόποδας της περικλεούς Ακροπόλεως∙ εις τα ηγιασμένα χώματα των Αθηνών θέλω ν’αφήσω τα λεπτά κόκκαλά μου…

Αλλά πόσον ηπατήθην, κρίνουσα μετά τοσούτου ενθουσιασμού μίαν εγωιστικήν και βάρβαρον χώραν. Ραγδαίαι επήλθον μία μετά την άλλην, αι απογοητευτικαί διαψεύσεις των ονείρων μου. Εις το τελωνείον του Πειραιώς, μόλις απεβιβάσθημεν και εζήτησαν να μας τελωνίσωσιν, εις τελωνοφύλαξ έκλεψεν τρεις εκ των συντρόφων μου. Ο κύριος εις τον οποίον μας παρέδωσε μετ’ολίγον ο τελώνης, μοί ενέπνευσε τρόμον.

Ανήρ μεσαίου αναστήματος και παχύς, με αγρίαν φυσιογνωμίαν και τραχείαν φωνήν με συνέλαβεν αποτόμως δια της οζώδους χείρος του και με έφερεν υπό την ρίνα του. Ο βρωμερός, ηθέλησε να βεβαιωθή αν ήμουν καθαρά και αντάξια να καταλάβω θέσιν εις το απόζον, εξ ακαθαρσιών, κατάστημά του.

Θέε μου! Είνε ανεκδιήγητα τα βάσανα, τα οποία υπέστην εντός του παντοπωλείου του βρωμερού αυτού ανθρώπου. Από του βαρελίου μου ήκουον την τραχείαν φωνήν του Λύγδα, αγγέλλουσαν εις τους γείτονας και τον άλλον κόσμον, το νέον του εμπόρευμα. Εφώναζε τόσον πολύ ο άθλιος, ωρύετο μετά τόσης αγριότητος, ώστε έκτοτε πάσχω εκ βόμβου των ώτων.
Έπειτα, εν διαστήματι ολίγων ημερών, δεκάκις ελιποθύμησα εντός του βαρελίου μου. Δέκα φόνοι και είκοσι τραυματισμοί εγένοντο εντός του καταστήματος του Λύγδα και το τραγικόν θέαμα των σφαζομένων πελατών του κυρίου μου, δεν ήτο δυνατόν η να φέρη λιποθυμίαν εις την ειρηνικήν κόρην του Βορρά. Εις επίμετρον, εις λωποδύτης υπό τα όμματα δύο αστυνομικών κλητήρων απεπειράθη να με κλέψη. Και κατεδιώχθη ο κακούργος, είνε αληθές, αλλά δεν συνελήφθη.

Τοιαύτη ζωή μοί ήτο ανυπόφορος και δεν έκαμνα άλλο τι παρά νυκτός και πρωίας να παρακαλώ την Παναγίαν, όπως με απαλλάξη αυτής. Ευτυχώς εισηκούσθη η δέησίς μου και μίαν εσπέραν, ο Λύγδας αντί δεκαλέπτου με παρέδιδεν εις ένα Αθηναίον αστόν. Αλλά και κατά την απελευθέρωσίν μου ακόμη, επέπρωτο να δοκιμάσω ουκ ολίγην αηδίαν.
Ο Λύγδας, παραδίδων με εις τον αγοραστήν, με περιετύλιξεν ο άθλιος εντός χάρτου, απεσπασμένου εκ τινός φυλλαδίου, πωληθέντος με την οκάν. Ήσαν σελίδες των ποιημάτων αγνώστου λογοτέχνου. Μόλις έρριψα εν βλέμμα επί των στίχων του “ποιητού”, ησθάνθην φοβερούς πόνους εις τον στόμαχον και έκαμα εμετόν. Η όψης μου δε ηλλοιώθη και όταν παρετέθην επί της οικογενειακής τραπέζης του αγοραστού μου, παρουσίαζον οικτρόν θέαμα. Ουδείς κατεδέχθη να με εγγίξη και η υπηρέτρια με έρριψεν από του παραθύρου εις την οδόν. Εκεί έμεινα εκτεθειμένη επί πολλά έτη, χωρίς να φροντίση κανείς, ούτε ο δήμαρχος, ούτε η αστυνομία, να με απαγάγη.

Αν και είμαι βεβαία ότι μεθ’όσα είπον ήδη περί Ελλάδος, κινδυνεύω ν’αποκτήσω τας αντιπαθείας του μισέλληνος εκείνου Αμπού, εν τούτοις θα εξακολουθήσω. Πώς είνε δυνατόν να τηρήσω μυστικήν την αποκάλυψιν, ην τυχαίως έκαμον μετά δέκα πέντε έτη από των γεγονότων, τα οποία διηγήθην, αποκάλυψιν, ήτις αλλαχού θα προεκάλει αληθή κοινωνικήν επανάστασιν;
Δεν είμαι τραγική, ουδέ γράφω άρθρα κατά της Κυβερνήσεως, ώστε να επιζητώ την ανατροπήν του καθεστώτος. Είμαι ζώον αβλαβές και ανίκανον να πράξω το κακόν, αλλ’εμφορούμαι υπό γενναίων ιδεών και ευγενών αισθημάτων και δεν δύναμαι ν’αποσιωπήσω γεγονός, το οποίον με κατέπληξεν.

Από της ρυπαράς οδού, εφ’ης κατεκείμην απόρριμμα περιφρονημένον, σφοδρός άνεμος με παρέσυρεν εις αριστοκρατικήν συνοικίαν με νεότευκτα υψηλά μέγαρα, αποστίλβοντα εκ της λευκότητος του πεντελικού μαρμάρου. Ομολογώ ότι, επί τη θέα τοσούτου πλούτου, αι αρχικαί μου δυσάρεσται εντυπώσεις μετεβάλλοντο κατά μικρόν και υπήρξε σιτγμή, καθ’ην επίστευσα ότι ο βίος εν Αθήναις δεν θα ήτο δυσάρεστος και παρέμενον εκεί εις μίαν άκραν του πεζοδρομίου, ήσυχος και ατάραχος, ανακτήσασα βαθμηδόν και την υγείαν μου, ήτις τοσούτον είχε πάθει εκ της αναγνώσεως των ποιημάτων.

Αλλ’η ευάρεστος αυτή κατάστασις, επέπρωτο δυστυχώς να διαρκέση επ’ολίγον. Επήλθεν εν απροσδόκητον συμβάν. Εκ του απέναντι μεγάρου, εξήλθε μιαν πρωίαν ανήρ χαμηλού αναστήματος, κοινοτάτης φυσιογνωμίας, με τραχύτατα χαρακτηριστικά και έσπευδε να επιβή μικράς αριστοκρατικής αμάξης. Ως να είχον προ εμού παλαιόν γνώριμον ημιεγέρθην, επί της ουράς μου, δια να παρατηρήσω καλλίτερον και νομίζω, ότι ανεγνώρισα τον αρχαίον τύραννόν μου, τον μπακάλην Λύγδαν, μεταβεβλημένον εις αγέρωχον ευγενή, με υψηλόν κυλινδρικόν πίλον και κομψοτάτην περιβολήν.

Τον εχαιρέτισα αλλ’εκείνος δεν με ηξίωσε χαιρετισμού, επιλήσμων του παρελθόντος, ότε μετά τόσης ηδονής με έφερεν υπό την ρίνα του. Εγρύλλισε μόνον, υποκώφως και δι’ενός λακτίσματος, με έρριψεν εις τον οχετόν του πεζοδρομίου. Αγνώμων και αχάριστε άνθρωπε! Γελοία κοινωνία πλήρης κατανοητών αντιθέσεων!

Αλλά και από του βαράθρου εις ο η αχαριστία σου με κατέρριψεν, ω Λύγδα, δύναμαι να παρατηρώ τι συμβαίνει εν τω κόσμω: Ποίοι και πόσοι σε αντικαθιστώσι παρά τω συζύγω σου, ποιος συνοδεύει την νύκτα εις επικινδύνους εκδρομάς την μεγαλυτέραν σου θυγατέρα, ποία μαία εβοήθησε την μικροτέραν σου κόρην να φέρη εις τον κόσμον ένα ωραιότατο παιδάκι, πώς κατώρθωσες τελευταίως ν’αποκτήσης υιόν, ομοιάζοντα καταπληκτικώς προς ένα γραμματέα ξένης πρεσβείας και διατί, ενίοτε, επισκέπτεται τον οίκον σου εις υφηγητής ειδικού κλάδου της νοσολογίας, τον οποίον αισχύνομαι να ονομάσω…”

Miss Herring
(Αλιευμένο από την εφημερίδα “Αριστοκρατική”. Υπογράφει ο Ντιστεγκέ τον Μάρτιο του 1890)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com

Recommended For You