Ιστορίες του παλιού κινηματογράφου

Το Σινέ «Νοσταλγία» ήρθε στο Gazzetta Plus με σκοπό να σας ξεναγεί κάθε εβδομάδα στις πιο αγαπημένες στιγμές του ελληνικού κινηματογράφου! To ταξίδι στις πιο αγαπημένες ελληνικές ταινίες, που έχουν «ντύσει» όλες μας τις αναμνήσεις συνεχίζεται..

Άραγε εάν κάποιος νέος σήμερα άκουγε τον όρο «ελληνικό γουέστερν», πώς θα αντιδρούσε; Μήπως θα πίστευε ότι έχουν γυριστεί κάποτε στη χώρα μας τέτοιες ταινίες ή θα έβαζε τα γέλια, θεωρώντας πως κάποιος τον πειράζει; Μάλλον το δεύτερο θα έκανε. Και βέβαια, ποιος θα μπορούσε να του δώσει άδικο; Κι όμως «ελληνικά γουέστερν» είχαν πράγματι γυριστεί στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Με τον όρο αυτό, εννοούμε ταινίες που έχουν γυριστεί σε ελληνικά αγροτικά τοπία ανάλογα με εκείνα ταινιών του αμερικανικού και ιταλικού σινεμά που τις δεκαετίες του 40, του 50 και του 60 σχεδόν κυριαρχούσαν στον διεθνή κινηματογράφο. (Ποιος άλλωστε δεν έχει δει έστω και μια από τις λεγόμενες «ταινίες σπαγγέτι» του διάσημου μετρ του είδους, Σέρτζιο Λεόνε;). Το ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι όχι μόνο γυρίστηκαν ελληνικές ταινίες γουέστερν, αλλά το 1966 μια απο αυτές ήταν υποψήφια στο Hollywood για όσκαρ, στην κατηγορία καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας!

Ο λόγος βέβαια για την ταινία «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», η οποία γυρίστηκε το 1965, έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 11 Ιανουαρίου του 1966, έκοψε 588.101 εισιτήρια και ήρθε στην 2η θέση ανάμεσα σε 101 ταινίες που προβλήθηκαν στους κινηματογράφους της χώρας μας τη σεζόν 1965-1966. Η ταινία ήταν μια ακριβή για την εποχή της παραγωγή, με ιδιαίτερα επίπονα και απαιτητικά γυρίσματα σε ένα χωριό της Καλαμπάκας, αλλά και ένα μοναδικό καστ ηθοποιών, που έδωσαν στην ταινία ξεχωριστή εμβέλεια και γοητεία. Φυσικό λοιπόν ήταν, το κόστος αυτό να μην μπορέσει να το «σηκώσει» μια εταιρεία παραγωγής, έστω κι αν αυτή ήταν η Finos Film, η οποία γύρισε την ταινία σε συμπαραγωγή με την Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης. Για πολλούς – και σίγουρα όχι άδικα – η ταινία «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» αποτελεί μια από τις 5 κορυφαίες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. Το σενάριο ήταν του Νίκου Φώσκολου (κατά πολλούς το κορυφαίο της καριέρας του), η σκηνοθεσία του εξαιρετικού και πάντα καινοτόμου για την εποχή του Βασίλη Γεωργιάδη, η υπέροχη φωτογραφία του Νίκου Δημόπουλου, ενώ η υποβλητική μουσική ήταν του Μίμη Πλέσσα. Επρόκειτο για έναν μοναδικό συνδυασμό ανθρώπων του ελληνικού σινεμά, που δύσκολα θα συναντήσει κανείς στην ιστορία του. Η χημεία τους ήταν εξαιρετική και το αποτέλεσμα φάνηκε ξεκάθαρα στην οθόνη.

Ο ευρηματικός και καινοτόμος Βασίλης Γεωργιάδης

Ειδικά για τον Βασίλη Γεωργιάδη, η ταινία αποτέλεσε σημείο-σταθμό στην καριέρα του, όπως ακριβώς συνέβη και με τα «Κόκκινα φανάρια» του ιδίου, ταινία που είχε προηγηθεί χρονικά. Ήδη από εκείνη την ταινία, ο Γεωργιάδης είχε δείξει με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο ότι ο ίδιος δεν ήταν κάποιος «συμβατικός» σκηνοθέτης, αφού ήταν ξεκάθαρες οι προσπάθειές του να δώσει στις ταινίες του έναν αέρα περισσότερο ευρωπαϊκό. Έτσι, «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» παραπέμπει ξεκάθαρα σε αμερικανικό φιλμ νουάρ, που όμως δεν μένει μόνο σε αυτό, αλλά έχει και δικά του στοιχεία, που αναδεικνύουν την ιδιαιτερότητά του. Άλλωστε αυτός ήταν και ο λόγος που η ταινία προξένησε αίσθηση και στο εξωτερικό και κατάφερε να προταθεί για όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας στο Hollywood. Και αν τελικά δεν πήρε το όσκαρ, δεν ήταν καθόλου αποτυχία, ειδικά εάν σκεφθεί κανείς τις ταινίες και τους σκηνοθέτες που είχε να αντιμετωπίσει για να αποσπάσει τη διάκριση: «Γάμος αλά Ιταλικά» του Βιτόριο Ντε Σίκα, «Kwaidan» του Μασάκι Κομπαγιάσι, «Dear John» από τη Σουηδία, αλλά και τον μεγάλο τελικά νικητή, το «Μαγαζάκι της κεντρικής οδού», μια ταινία του Γιαν Καντάρ από την Τσεχοσλοβακία. Έτσι, και μόνο το γεγονός ότι η εν λόγο ελληνική ταινία είχε προταθεί για όσκαρ και συμμετείχε στην όλη διαδικασία ήταν μια σημαντική επιτυχία για τον ελληνικό κινηματογράφο, αλλά και για τον ίδιο τον Γεωργιάδη. Πόσες σκηνές μονομαχίας άλλωστε έχουμε δει στον ελληνικό κινηματογράφο, οι οποίες να μην θεωρούνται «αφελείς», αλλά να έχουν μια απόλυτη αληθοφάνεια, όντας καλογυρισμένες; Και στην ταινία «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» δεν είναι και λίγες οι σκηνές που είναι ξεκάθαρα γυρισμένες με τη λογική του γουέστερν, με εξεζητημένες γωνίες λήψεις και ριψοκίνδυνες σκηνές πάνω στους βράχους των Μετεώρων. Η αθηναϊκή εφημερίδα «Ελευθερία», μετά την έκτακτη προβολή της ταινίας που πραγματοποιήθηκε στον κινηματογράφο Αθηνά στις 2 Ιανουαρίου του 1966, είπε ότι το κοινό χειροκρότησε όρθιο «την καταπληκτική δημιουργία του Γεωργιάδη που αποτελεί πραγματικόν άθλον για τον ελληνικόν κινηματογράφον».

«Dream Team» το καστ της ταινίας

Ποιοι ήταν όμως οι ηθοποιοί που δημιούργησαν αυτό το μοναδικό αριστούργημα του ελληνικού κινηματογράφου; Ηθοποιοί-μύθοι, πέρα απο κάθε αμφιβολία. Προεξάρχοντος του Μάνου Κατράκη, ενός ηθοποιού που το μέγεθος του υποκριτικού του ταλέντου, αλλά και της ποιόητάς του ως ανθρώπου, προκαλούν δέος. Και είναι κρίμα που η νέα γενιά στο άκουσμα του ονόματός του, στέκεται αμήχανα, μη γνωρίζοντας ποιος είναι. Κι αυτό συμβαίνει με την «συνδρομή» της ελληνικής τηλεόρασης, η οποία αγνοεί συστηματικά τις ταινίες του τα τελευταία χρόνια, μη δίνοντας έτσι την ευκαιρία και στους νεότερους Έλληνες να τον γνωρίσουν και να απολαύσουν το ταλέντο του. (Φυσικά αυτό ισχύει και για άλλους σπουδαίους έλληνες ηθοποιούς, δυστυχώς). Εκτός από τον Κατράκη, στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Νίκος Κούρκουλος, Μαίρη Χρονοπούλου, Γιάννης Βόγλης, Φαίδων Γεωργίτσης, Ζέτα Αποστόλου, Νότης Περγιάλης, Ελένη Κριτή, Άγγελος Αντωνόπουλος, Αθηνόδωρος Προύσαλης, Κώστας Μπαλαδήμας, Νίκος Πασχαλίδης, Δημήτρης Μπισλάνης, Κώστας Γεννατάς, Σπύρος Μαλούσης, Χριστόφορος Ζήκας, Βάσος Ανδρονίδης, Γιώργος Ξύδης, Νίκος Κούρος, Κ. Μητράκος, Κ. Μαντηλάρης και άλλοι λιγότερο γνωστοί, αλλά εξίσου καλοί ηθοποιοί.

Λίγο πριν την επανάσταση του Κιλελέρ

Η ταινία πραγματεύεται τα γεγονότα πριν από την επανάσταση στο Κιλελέρ. Ουσιαστικά παρουσιάζει τις πρακτικές των γαιοκτημόνων στη Θεσσαλία και την εκμετάλλευση των κολίγων, η οποία ήταν τόσο έντονη, που τους οδήγησε στον ξεσηκωμό. Η ιστορία αυτή ξεκινάει το 1864 με την προσάρτηση των Επτανήσων στο ελληνικό κράτος και συνεχίζεται το 1881 με την προσάρτηση της Άρτας και της Θεσσαλίας. Τα προβλήματα ξεκινούν όταν τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας αγοράζουν πλούσιοι Έλληνες του εξωτερικού, οι οποίοι όχι μόνο διατήρησαν τον αναχρονιστικό θεσμό των κολίγων (είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι οι κολίγοι καλύτερα περνούσαν με τους Τούρκους παρά με τους Έλληνες του εξωτερικού!), αλλά ασκούσαν πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις για να κερδοσκοπούν από την παραγωγή του σιταριού. Βρισκόμαστε στο 1907 οπότε δύο αδέλφια, που υποδύονται ο Νίκος Κούρκουλος και ο Γιάννης Βόγλης, αν και μεγαλοκτηματίες, θα συγκρουστούν μεταξύ τους για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους. Ο ένας συμπεριφέρεται ως εκπρόσωπος των κολίγων, έστω κι αν είναι αρχοντόπουλο. Υπερασπίζεται με σθένος τα συμφέροντά τους, κάτι που τον φέρνει σε σύγκρουση με τον αδελφό του, ο οποίος κοιτάζει αποκλειστικά στο συμφέρον της οικογένειάς του και αγνοεί τα δίκια των φτωχών εργατών της γης του. Φυσικά ο «καλός» είναι ο Κούρκουλος και ο «κακός» ο Βόγλης. (Μάλλον περιττή αυτή η διευκρίνηση…). Η κατάσταση περιπλέκεται όταν και οι δύο κοιτούν με ενδιαφέρον μια νεαρή δασκάλα, η οποία ακολουθεί τους κολίγους, μαθαίνοντας γράμματα στα παιδιά τους. Το ρόλο αυτό ερμηνεύει η Μαίρη Χρονοπούλου, σε μια πολύ καλή στιγμή της καριέρας της. Ο Μάνος Κατράκης έχει τον ρόλο του πατέρα των δύο αδελφών, όντας ο ίδιος ο μεγάλος τσιφλικάς. Ο ρόλος του είναι να προσπαθεί διαρκώς να συμφιλιώσει τα δύο αδέλφια, μην μπορώντας να αποδεχθεί ότι οι δύο γιοί του δεν μπορούν να τα βρούν μεταξύ τους. Μπορεί να μην αποτελεί τον κύριο πρωταγωνιστή της ταινίας – δεν υπάρχει κανένας με αυτή την ιδιότητα -, ωστόσο καταφέρνει να κλέψει την παράσταση, με το υποκριτικό του μέγεθος. Άλλοι ενδιαφέροντες ρόλοι είναι του Φαίδων Γεωργίτση, ως αδελφού της νεαρής δασκάλας, την οποία υπερασπίζεται δυναμικά, αλλά και αυτός του μοναδικού Νότη Περιγιάλη, στο ρόλο ενός ιστορικού προσώπου, του Μαρίνου Αντύπα, ενός ανθρώπου που ενέπνευσε τους κολίγους της Θεσσαλίας να αναζητήσουν το δίκιο τους, κάτι ωστόσο που το πλήρωσε με τη ζωή του. Μπορεί να υπάρχουν ιστορικά λάθη στον τρόπο που αυτός παρουσιάζεται – είναι εμφανής η προσπάθεια του σεναρίου να τον απαλλάξει από ανθρώπινες αδυναμίες -, ωστόσο ο Περιγιάλης ξεπερνάει εύκολα αυτό το μειονέκτημα, «κάνει δικό του» τον ρόλο και αποδίδει στον θεατή έναν ρόλο μοναδικής αισθητικής. ΄Εστω κι αν ο ρόλος του είναι μικρότερος στην ταινία από αυτόν που ιστορικά, ως Μαρίνος Αντύπας, θα έπρεπε να είχε. Ειδική αναφορά δε, θα πρέπει να γίνει στον Άγγελο Αντωνόπουλου, ο οποίος ερμηνεύει εξαιρετικά ρεαλιστικά το ρόλο του επικηρυγμένου κολίγου, που κατεβαίνει από τα βουνά για λίγο, ίσα-ίσα για να δει τη γυναίκα και το νεογέννητο παιδί του. Τέλος, άκρως χαρακτηριστική – όσο και αισθησιακή – η συμμετοχή της Ζέτας Αποστόλου στο ρόλο μιας φτωχής κοπέλας που κάνει τα πάντα προκειμένου να επιβιώσει κάτω από τις δύσκολες συνθήκες που δημιουργούν οι μεγαλοτσιφλικάδες της Θεσσαλίας. Όσο για τα δύο αδέλφια, αυτό που πρέπει να αποτυπωθεί είναι η εξαιρετική τους παρουσία, το μεγάλο τους υποκριτικό ταλέντο, αλλά και η χημεία που έχουν μεταξύ τους. Ο Νίκος Κούρκουλο, γοητευτικός όπως πάντα, αποτυπώνει τον γνώριμο δυναμισμό του, ενώ ξαφνιάζει ευχάριστα ο Γιάννης Βόγλης, με μια εξαιρετικά ώριμη ερμηνεία, παρά τα 28 του χρόνια.

http://www.gazzetta.gr

Recommended For You