Τι Λωζάνη, τι Κοζάνη. Διακοπές στην Παλιά Αθήνα…

Διαβάζοντας όλες αυτές τις καταχωρήσεις για καλοκαιρινές διακοπές μου έρχονται στο νου οι αρνητικές αντιδράσεις και σοβαρές επιφυλάξεις των χωρικών που ηρνούντο τα παλιά χρόνια να αλλάξουν τη «ζαχαρένια» τους επειδή ήθελε ο πρωτευουσιάνος να «κάμη εξοχήν». “Αλλοίμονον, κύριοί μου, εις τον άνθρωπον ο οποίος ευρίσκεται εις την ανάγκην να σκεφθή να “κάμη εξοχήν”, όπως λέγεται με σοβαρότητα και με επισημότητα εις την νεωτέραν ελληνικήν γλώσσαν αυτή η απλουστάτη μετατόπισις, την οποίαν κάμνουν το καλοκαίρι οι άνθρωποι εις όλα τα μέρη του κόσμου.

Δια να εξέλθη, λοιπόν, κανείς από

Αξιόλογος συμπολίτης μας, πηγαίνων και περνών σαν άνθρωπος κατ’έτος το καλοκαίρι του εις την Ευρώπην, απεφάσισεν εφέτος να μείνη εις την Ελλάδα, ίσως δια λόγους πατριωτικούς, ίσως δια λόγους οικονομικούς, φανταζόμενος, ο άνθρωπος, ότι πάντοτε να μείνη κανείς εις ένα χωριό της Ελλάδος θα είνε κάπως φθηνότερο παρά να εκστρατεύση εις τα μακρυνά χωριά της Ελβετίας.

Κατέβη, λοιπόν, εις το Φάληρον, επήγεν εις την Κηφισσάν και σκεφθείς ότι απ’όλα αυτά κάπως οικονομικώτερα θα ημπορούσε να τα καταφέρη εις ένα ολιγώτερον ένδοξον μέρος, εξεστράτευσε προς ένα από τα μικρότερα αλλά και τα υγιεινότερα χωριουδάκια της Αττικής.

Οι χωρικοί, όταν έμαθον τον σκοπόν της επισκέψεώς του, τον εδέχθησαν με την εξαιρετικήν συμπάθειαν, με την οποίαν υποδέχεται κανείς εις το σπήτι του τουλάχιστον τον δικαστικόν κλητήρα που έρχεται να του κάμη έξωσιν.

-Και γιατί έρχεσαι στο χωριό μας και δεν πας σε άλλο χωριό; τον ηρώτησαν.
-Γιατί… γιατί έτσι θέλω. Εμποδίζεται να έλθω στο χωριό σας και να μην πάω σε άλλο;

Χωρικός προθυμότερος κάπως, παρενέβη και εξήγησε εις τον ξένον τον λόγον της ερωτήσεως…

-Ξέρετε γιατί σας ρωτούμε; Να μην έχετε κανένα άρρωστον από κολλητική αρρώστεια…
-Όχι αδελφέ, είπεν ο άνθρωπος. Δεν είνε κανείς μας άρρωστος. Όλοι είμαστε καλά, αλλά ίσια-ίσια ερχόμαστε εδώ για να μην αρρωστήση κανείς.

Αφού εξωμαλύνθη και αυτό το ζήτημα, έμενε το της ευρέσεως σπητιού. Οι χωρικοί δεν έδειχναν εξαιρετικήν προθυμίαν να δώσουν σπήτι εις τον Αθηναίον, ο οποίος επήγαινε να προσφέρη τα χρήματά του. Αλλά επί τέλους του έδειξαν ένα σπητάκι με δύο πατώματα, με τρία δωμάτια εις το επάνω πάτωμα και με ολίγην πρασινάδα γύρω.

-Αυτό θα πάρετε, του είπαν. Δεν υπάρχει άλλο.
-Καλά, αλλά θα το ιδώ μέσα.
-Τι το θέλεις να το ιδής. Άμα θα μπης το βλέπεις.

Επενέβη πάλιν ο υποχρεωτικός χωρικός.

-Ξέρετε τι τρέχει; Τώρα είνε απάνω ακάθαρτα. Θέλουνε να καθαρίσουνε πρώτα. Έννοια σας, όμως, είνε αρκετά καλό το απάνω. Ένα πράγμα μόνον να ζητήσετε• να βγάλη ο σπιτονοικοκύρης τα γουρούνια που έχει από κάτω, γιατί δεν θα μπορέσετε να σταθήτε!
-Να βγάλω τα γουρούνια; είπεν ο χωρικός όταν ήκουσε την αξίωσιν του ξένου. Και που θα τα βάλω εγώ τα γουρούνια μου; Μήπως θέλεις τάχα να τους πιάσω κάμαρες στο ξενοδοχείο;

Ο Αθηναίος είδεν ότι αδίκως εγένοντο αι συννενοήσεις, αλλ’ηθέλησε να επιμείνη μέχρι τέλους.

-Και τι ζητάς γι’αυτό το σπήτι; είπε. Θα μου το παραδώσης τον Ιούνιον και θα φύγω στις δεκαπέντε Σεπτεμβρίου.

Ο χωρικός εσκέφθη ολίγον και έπειτα ως άνθρωπος που ξέρει καλά την δουλειά του, απήντησεν:

-Θα μου δώσης τετρακόσιες ακατέβατες!… Και για τα γουρούνια είμαστε σύμφωνοι, θα μείνουν!

Ο Αθηναίος ευρίσκεται αυτήν την στιγμήν εις τον Πειραιά και συνεννοείται δια τα εισιτήριά του”.

(Ιούλιος 1910, εφημερίς “Καιροί”, υπογράφει ο Φιλέας Φογγ)

Recommended For You