Σινέ «Νοσταλγία»: Ανέκδοτα περιστατικά του παλιού ελληνικού κινηματογράφου

Η πρώτη έγχρωμη ταινία της Finos Film ήταν «Η Αλίκη στο Ναυτικό», η οποία γυρίστηκε το 1961 σε συμπαραγωγή της Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης και σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου. Το γεγονός ότι ήταν έγχρωμη ανέβασε το κόστος της σε δυσθεώρητα ύψη, φθάνοντας στο ποσό των 2,5 εκατομμυρίων δραχμών, όταν οι αντίστοιχες ασπρόμαυρες παραγωγές κόστιζαν 1 εκατ. δραχμές.

Η εμφάνιση του φιλμ έγινε στο Παρίσι, αφού εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν στην Ελλάδα εργαστήρια για επεξεργασία έγχρωμου φιλμ. Η επιλογή του έγχρωμου ήταν ένα πολύ μεγάλο ρίσκο για τον Φίνο, διότι αυτομάτως περιόριζε τις δυνατότητες γυρίσματος μιας σκηνής πολλές φορές, ακριβώς λόγω υψηλού κόστους του φιλμ. Αυτό σήμαινε ότι οι σκηνές της ταινίας δεν είχαν την πολυτέλεια να γυρίζονται ξανά και ξανά – όπως στις ασπρόμαυρες ταινίες – κι αυτό σήμαινε ότι οι ηθοποιοί έπρεπε να ήταν ακριβείς στις ερμηνείες τους και χωρίς λάθη. Αυτό είχε γίνει απολύτως ξεκάθαρο στους ηθοποιούς, και όπως ανέφερε κάποτε ο Σακελλάριος, είχε μείνει έκπληκτος με τον επαγγελματισμό όλου του καστ.

και άλλα ανέκδοτα περιστατικά μπορείτε να διαβάσετε εδώ

Ωστόσο, δεν ήταν μόνο το φιλμ που ανέβαζε το κόστος, αλλά και το σενάριο που απαιτούσε πλήθος κομπάρσων, όπως π.χ. ναύτες. Πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα ο Φίνος ρώτησε τον Σακελλάριο πόσους κομπάρσους ήθελε για την ταινία κι ο τελευταίος ζήτησε…100! Να σημειωθεί ότι ο Φίνος είχε ήδη ζητήσει από την Σχολή Ναυτικών Δοκίμων να χρησιμοποιήσει κάποιους πραγματικούς δόκιμους στα γυρίσματα, αλλά η σχολή απέρριψε το αίτημά του. Έτσι, αναζήτησε τη λύση στους κομπάρσους. Τότε οι κομπάρσοι στοίχιζαν 80 δραχμές την ημέρα, αλλά το κόστος ανέβαινε διότι έπρεπε σε αυτό να συμπεριληφθεί το κόστος των κοστουμιών τους, αλλά και οι μετακινήσεις τους. Κάνοντας λοιπόν τους υπολογισμούς του ο Φίνος διαπίστωσε ότι το όλο κόστος των κομπάρσων θα ξεπερνούσε τον προϋπολογισμό της ταινίας και αρνήθηκε να πάρει 100.

«Πόσους μπορείς να πάρεις;», τον ρώτησε ο Σακελλάριος. «Δεκαέξι» απάντησε ο Φίνος, απογοητεύοντας τον σκηνοθέτη. Ωστόσο ο Σακελλάριος δεν το έβαλε κάτω και προσπάθησε να σκεφθεί διάφορες…αλχημείες ώστε οι δεκαέξι κομπάρσοι να φαίνονται περισσότεροι. Και το κατάφερε. Δεκαέξι ήταν όλοι κι όλοι οι ναύτες που «γέμισαν» το αντιτορπιλικό «Αετός», το οποίο χρησιμοποιήθηκε για τα γυρίσματα της ταινίας, ενώ βλέποντας κανείς την ταινία έχει την εντύπωση ότι ήταν πολύ περισσότεροι. Δεκαέξι ήταν και οι ναύτες που έκαναν παρέλαση μπροστά από τον Λευκό Πύργο στη Θεσαλλονίκη, κάτι που επίσης είναι αδύνατον να πιστέψει ο θεατής. Το πως έγινε αυτό εφικτό το περιγράφει ο ίδιος ο Σακελλάριος, στο βιβλίο του Μάκη Δελαπόρτα, «Αλέκος Σακελλάριος, το ταλέντο βγήκε από τον παράδεισο» (Εκδόσεις Άγκυρα): «Μπροστά από την κινηματογραφική μηχανή παρελαύνανε οι δεκαέξι, ύστερα όταν χανόντουσαν από την οπτική γωνία, τρέχανε πίσω από τη μηχανή και ξανά παρελαύνανε.

Μία φορά, δύο φορές, τρεις φορές, έτσι ώστε να έχει την εντύπωση ο θεατής ότι υπήρχαν τουλάχιστον 100 δόκιμοι. Για να μην αναγνωρίζονται, μάλιστα, φροντίζαμε να αλλάζουν σειρά σε κάθε λήψη. Οι πρώτοι μπαίνανε τελευταίοι, οι τελευταίοι πρώτοι και ούτω καθεξής». Το αποτέλεσμα ήταν πραγματικά εντυπωσιακό, αλλά ταυτόχρονα και απίστευτο. Ο «κυρ Αλέκος» είχε κάνει πάλι το θαύμα του. Βέβαια κάποιες σκηνές παρέλασης ήταν από πραγματική παρέλαση, κάτι που βοήθησε πολύ στο τελικό αποτέλεσμα. Μια ακόμα ενδιαφέρουσα ιστορία για την ταινία «Η Αλίκη στο Ναυτικό» εξομολογήθηκε πριν μερικούς μήνες στην εκπομπή «Καρντάσιανς» του ΑΝΤ1, ο ηθοποιός Γιάννης Μαλούχος. Αρχικά ανέφερε το γιατί πήρε τον συγκεκριμένο ρόλο, ως δόκιμος, κολλητός φίλος του πρωταγωνιστή Δημήτρη Παπαμιχαήλ. «Ήρθα και βρήκα τον Αλέκο Σακελλάριο στο γραφείο του και μου λέει: Γιάννη είσαι τυχερός.

Αρχίζω την Αλίκη στο ναυτικό και θα παίξεις τον φίλο του Παπαμιχαήλ. Γιατί όμως θα τον παίξεις; Δεν ξέρω τι ταλέντο έχεις, αλλά έχεις μύτη μεγάλη. Θέλω έναν μυταρά». Στη συνέχεια αποκάλυψε ότι τα γυρίσματα της ταινίας είχαν σταματήσει για έναν μήνα περίπου και παραλίγο να μην ολοκληρώνονταν ποτέ, εξαιτίας ενός μεγάλου καυγά του Σακαλλάριου με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. «Η Αλίκη είχε κλειστεί στο καμαρίνι και ενώ ήταν να κάνουμε γυρίσματα, κλείστηκε και δεν έβγαινε. Εξαλλος ο Σακελλάριος, πολύ θυμωμένος, δεν κρατιέται με τίποτα, πάει στο καμαρίνι και χτυπάει την πόρτα. Της λέει “άκουσε εδώ, εγώ την ταινία, είτε θέλεις είτε δεν θέλεις, θα τη γυρίσω. Και ξέρεις πώς θα τη γυρίσω; Εσύ θα είσαι με το ίδιο σακάκι που ήσουν και θα φαίνεται μόνο το μισό σου το πλευρό, ο ένας ώμος, από εκεί και πέρα θα παίζουν οι άλλοι. Εσύ θα υπάρχεις ως Βουγιουκλάκη με τον ώμο σου μόνο και με το σακάκι σου. Εγώ θα την τελειώσω». Ωστόσο, για άλλη μια φορά η παρέμβαση του Φίνου ήταν καταλυτική, ομαλοποίησε τις σχέσεις του Σακελλάριου και της Βουγιουκλάκη και η ταινία ολοκληρώθηκε με επιτυχία.

Το «ψέμα» του Μάνου Χατζιδάκι στον Φίνο και το «Γαρύφαλλο στ΄αυτί» που γράφτηκε μέσα σε ταξί…

Οι μεγάλοι καλλιτέχνες διακρίνονται όχι απλά για το μεγάλο τους ταλέντο, αλλά και για την ικανότητά τους να δημιουργούν αριστουργήματα σε ελάχιστο χρόνο, σε ανύποπτες στιγμές, εντελώς ξαφνικά και ενίοτε απρόσμενα. Όταν το ταλέντο πηγάζει από την ψυχή, ο χρόνος είναι απλά μια λεπτομέρεια. Κάτι τέτοιο ίσχυε και στην περίπτωση του Μάνου Χατζιδάκι, με τον οποίο ο Φίνος αλλά και ο Σακελλάριος είχαν συνεργαστεί για πολλά χρόνια στο πλαίσιο μουσικής επένδυσης κάποιων ταινιών, οι περισσότερες από τις οποίες έμειναν στην ιστορία και για την μαγική μουσική του σπουδαίου αυτού μουσικοσυνθέτη.

Ο Σακελλάριος πίστευε ότι ο Χατζιδάκις ήταν ο μοναδικός που δεν άλλαξε την πορεία του κατά τη διάρκεια της καριέρας του, δεν έκανε εκπτώσεις, δεν παρασύρθηκε από τα εμπορικά ζητούμενα της εποχής του, εστιάζοντας πάντα στην ποιότητα του έργου του. Το 1955, όταν η Finos Film γύριζε την θρυλική «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο», ο Φίνος ανέθεσε στον Χατζιδάκι να γράψει την μουσική της ταινίας. Κι ενώ τα γυρίσματα σχεδόν είχαν ολοκληρωθεί, ο τελευταίος δεν είχε δώσει ακόμα την μουσική, παρά το γεγονός ότι του είχε ζητηθεί μήνες πριν. Ο Φίνος κόντευε να σκάσει από τη στεναχώρια του, βλέποντας ότι θα υπήρχε μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της ταινίας, κάτι που σήμαινε απώλειες εσόδων, βάζει του προγραμματισμού του.

Αφού είδε και απόειδε από την αμέλεια του Χατζιδάκι, αποφασίζει να τον πάρει ο ίδιος τηλέφωνο και να του βάλει τις φωνές. «Μάνο τελειώνουμε την ταινία και ακόμα δεν έχουμε την μουσική. Τι θα γίνει; Έχεις καθυστερήσει πολύ και δεν έχω το περιθώριο να σε περιμένω άλλο». Ο Χατζιδάκις χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του, του απαντά αμέσως: «Εχεις δίκιο Φιλοποίμην, αλλά τη μουσική την έχω έτοιμη! Παίρνω ένα ταξί και έρχομαι αμέσως να στην φέρω». Ικανοποιήθηκε και ηρέμησε ο Φίνος, έκλεισε το ακουστικό και περίμενε με αγωνία. Ο Χατζιδάκις, πράγματι μπαίνει αμέσως σε ένα ταξί και ξεκινάει να πάει στα γραφεία του Φίνου.

Υπήρχε όμως ένα μικρό πρόβλημα: δεν είχε γράψει ακόμα την μουσική και απλά είπε ψέματα στον Φίνο! Κι όμως, ο σπουδαίος αυτός μουσικοσυνθέτης δεν πτοήθηκε: έγραψε την μουσική της ταινίας….μέσα στο ταξί! Και μέχρι να φτάσει στα γραφεία του Φίνου…η μουσική ήταν έτοιμη! Και κάπως έτσι γράφτηκε το τραγούδι «Γαρύφαλλο στ’ αυτί», το οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία και συνετέλεσε κι αυτό με τη σειρά του στην επιτυχία της ταινίας.

Αυτό το τραγούδι ήταν το πρώτο του Χατζιδάκι που γυρίστηκε σε δίσκο, ακολούθησαν πολλά ακόμα και πολλοί δίσκοι με σάουντρακ από ταινίες του Φίνο στις οποίες ο Χατζιδάκις είχε γράψει την μουσική. Μια ακόμα ενδιαφέρουσα ιστορία για τον μύθο «Χατζιδάκι» είχε αναφέρει κάποτε ο Σακελλάριος, αναφερόμενος στην ταινία «Χαμένα Όνειρα», η οποία ήταν η πρώτη και τελευταία δραματική ταινία που σκηνοθέτησε ο ίδιος στην καριέρα του. Η ταινία γυρίστηκε το 1961, σε συμπαραγωγή της Finos Film με την Δαμασκηνός-Μιχαηλίδης, ενώ πρωταγωνιστές της ήταν ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και η Αντιγόνη Βαλάκου. «Είχα ζητήσει από τον Μάνο να μου γράψει την μουσική της ταινίας και για να τον διευκολύνω στην έμπνευσή του, τον κάλεσα να δούμε μαζί την ταινία.

Ωστόσο ο Μάνος 5 λεπτά μετά την έναρξή της….κοιμήθηκε και ξύπνησε μόλις αυτή τελείωσε! Απογοητεύτηκα! «Μάνο μου μήπως πρέπει να την ξαναδείς;», του λέω. «Μην ανησυχείς Αλέκο, δεν χρειάζεται, σε λίγες ημέρες θα την έχεις την μουσική σου» μου είπε. Φυσικά εμένα με έζωσαν τα φίδια, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή απο το να περιμένω. Περίμενα λοιπόν και το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό! Ο Μάνος έγραψε το μυθικό «Βαλς των χαμένων ονείρων» που θεωρείται η καλύτερη μελωδία του στον ελληνικό κινηματογράφο».

«Ο σκοταδόψυχος» Φανφάρας και ο Βασίλης…που δεν ξύπνησε ποτέ

«Φαρμάκι έχω στην ψυχή, φέρνει μαυρίλα θολερή στα στήθια μου. Νύχτα αξημέρωτη ξανά, με το πιοτό της με κερνά, εβίβα μου. Σκοτάδι πίνω για πιοτό, πω πω πω πω πω πω πω πω. Ντέφι της λύσσας μου κρατώ, πωπωπωπω, πωπωπωπω. Και το μυαλό μου είναι θολό, πωπωπωπω, πωπωπωπω…». Ποιος λάτρης του παλιού, καλού ελληνικού κινηματογράφου δεν θυμάται την απαγγελία του «Σκοταδόψυχου», από τον ποιητή Φανφάρα, ρόλο που ενσάρκωσε ο σπουδαίος Γιώργος Μιχαλακόπουλος στην ταινία «Ξύπνα Βασίλη», του 1969. Δύο χρόνια μετά την επιβολή της 7χρονης δικτακτορίας των συνταγματαρχών, στους κινηματογράφους της Αθήνας κάνει πρεμιέρα μια ελληνική ταινία που σατιρίζει με εμφατικό, χιουμοριστικό, αλλά και πικρό – ίσως – τρόπο, τα πολιτικά ήθη της εποχής. Ήθη που εξιδανίκευαν την λαϊκή δεξιά ιδεολογία και έριχναν στα τάρταρα τον κομμουνισμό και τον σοσιαλισμό.

Σχέσεις, φιλίες και συναισθήματα καθορίζονταν από αυτές τις ιδεολογίες, δημιουργώντας διχασμό και ιδεολογική σύγχυση, στοιχεία που αποτέλεσαν την μαγιά για την επιβολή της χούντας. Η ταινία «Ξύπνα Βασίλη» είχε πρωταγωνιστές τον Γιώργο Κωνσταντίνου – σε ένα ρόλο που άφησε εποχή -, αλλά και την Έλενα Ναθαναήλ. Μάλιστα, με την ταινία αυτή, η τελευταία επέστρεψε στην Finos Film μετά απο 5 χρόνια απουσίας. Η ταινία «Ξύπνα Βασίλη» αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου θεατρικού έργου του Δημήτρη Ψαθά, το οποίο είχε πρωτοπαίξει στο θέατρο ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Όσον αφορά στην υπόθεση του έργου, ο Βασίλης, ο οποίος αγοράζει συνέχεια λαχεία και διακατέχεται από συντηρητικές πολιτικές πεποιθήσεις, διαπληκτίζεται συνέχεια με τον αριστερό συνάδελφο του, Μάνο.

Κάποια μέρα έρχονται στην Αθήνα η μητέρα του και η αδελφή του, Ντίνα, η οποία είναι επίσης αριστερή. Όταν η αδελφή του ερωτεύεται τον Μάνο και τον παντρεύεται, οι αντιρρήσεις του Βασίλη κορυφώνονται. Θα απολυθεί απο τη δουλειά του επειδή ζητά αύξηση και για πρώτη φορά αρνείται να αγοράσει ένα λαχείο, το οποίο αγοράζει ο Μάνος και κερδίζει μια περιουσία. Ο Βασίλης θα χάσει τα λογικά του και θα νοσηλευτεί σε κλινική. Παίρνοντας εξιτήριο, θα διαπιστώσει ότι το πλούσιο πλέον ζευγάρι, με τις άλλοτε αριστερές πεποιθήσεις, έχει μεταβληθεί σε αυτό που ακριβώς απεχθανόταν παλιά. Στο ρόλο του Μάνου εμφανίζεται ο Αλέκος Αλεξανδράκης.

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στους κινηματογράφους στις 13 Απριλίου 1969 και έκοψε 201.084 εισιτήρια. Το σενάριο και η σκηνοθεσία ήταν του Γιάννη Δαλιανίδη και η μουσική του Μίμη Πλέσσα. Στο «Ξύπνα Βασίλη» πρωταγωνιστούσαν ακόμα οι Γιώργος Τσιτσόπουλος, Τασσώ Καββαδία, Χρήστος Δοξαράς, Περικλής Χριστοφορίδης, Άγγελος Μαυρόπουλος, Νάσος Κεδράκας, Γιούλη Σταμουλάκη, Κόκα Στυλιανού, Ανθή Γούναρη, Λόλα Μαζαράκη, Εύα Φρυδάκη, Δημήτρης Κούκης, Σωτήρης Τζεβελέκος. Ωστόσο, την παράσταση στην ταινία κλέβει ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, ως ποιητής Φανφάρας, με την εξαιρετική ερμηνεία του, η οποία ξεδίπλωσε το σπουδαίο ταλέντο ενός μεγάλου θεατρανθρώπου.

Πρόκειται για έναν από τους πλέον ολοκληρωμένους ηθοποιούς της χώρας, που μπορεί με την ίδια ευκολία να ερμηνεύσει κωμικούς, όσο και δραματικούς ρόλους. Αρκεί να θυμηθεί κανείς τις ερμηνείες του και σε άλλες σημαντικές κωμωδίες της Finos Film, όπως είναι «Η ωραία του κουρέα» (1969) ή «Ένας ιππότης για την Βασούλα» (1968), αλλά και τις ερμηνείες του σε δραματικές ταινίες όπως «Το  βλέμμα του Οδυσσέα» του Θ. Αγγελόπουλου, «Ο κλοιός» του Κ. Κουτσομύτη, «Ο γύρος του θανάτου» του Ερ. Θαλασσινού ή την ταινία «Ένα γελαστό απόγευμα», για να αντιληφθεί το εύρος αλλά και την ποιότητα της ερμηνευτικής του ικανότητας. Το κινηματογραφικό του ντεμπούτο το έκανε το 1964 στην ταινία «Οι φτωχοδιάβολοι». Παρόλα αυτά, ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος αναδείχθηκε μέσα από τις εξεπέραστες θεατρικές ερμηνείες του και θεωρείται – όχι άδικα – ένας από τους κορυφαίους έλληνες θεατρικούς ηθοποιούς στην ιστορία της Τέχνης. Η πορεία του στην υποκριτική ξεκίνησε στο θέατρο Τέχνης με τον Κάρολο Κουν και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τον θίασο του Κ. Μουσούρη, με το θέατρο Λυκαβηττού της Άννας Συναδινού, με το θίασο του Δημήτρη Χορν, της Τζένης Καρέζη, της Έλλης Λαμπέτη κ.α. Το 1973 ίδρυσε το Θέατρο Σάτιρας, ανεβάζοντας ως το 1975 εξαιρετικά έργα με πρώτη παράσταση το έργο του Κ. Μουρσελά «Ω, τι κόσμος μπαμπά».

Από το 1975 συνεργάστηκε με άλλους εκλεκτούς θιάσους, σε ποιοτικές παραστάσεις, μέχρι το 1985 που ξεκίνησε η συνεργασία του με το Εθνικό Θέατρο, παίζοντας από έργα του Σαίξπηρ μέχρι και του Ιονέσκο, αλλά και αρχαία δράματα και αριστοφανικές κωμωδίες στα Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Αρκετές από τις παραστάσεις που έπαιξε, σκηνοθετούσε ο ίδιος, όπως έργα των: Αριστοφάνη, Όρτον, Κρόκερ, Ιονέσκο, Πίντερ, Τομπίας, Μπάρον και άλλων. Ωστόσο έκανε και τηλεόραση, αφού από το 1972 έως και το 1974 πρωταγωνιστούσε με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο στην θρυλική σειρά «Εκείνος κι εκείνος» του Κώστα Μουρσελά, σειρά που ωστόσο δεν έχει σωθεί σε τηλεοπτική κόπια. Ακολούθησαν 15 ακόμα ποιοτικές τηλεοπτικές σειρές στις οποίες πρωταγωνίστησε, με την τελευταία να είναι «Ο ψεύτης παππούς», το 2006, την οποία και σκηνοθέτησε.

Recommended For You