Παλιά Αθήνα: Οι πρώτες εντυπώσεις ενός ταξιδιώτη του 1936

10.25 π.μ. Η αμαξοστοιχία του Σεμπλόν φθάνει στο σταθμό Λαρίσης!

«10 και 25 π.μ. Είνε η τακτική ώρα της αφίξεως του Σεμπλόν. Μέσα στον μικρόν περίβολον του Λαρισαϊκού, οι ξένοι πού μας έρχονται από το εξωτερικόν κάνουν την πρώτη γνωριμία με την ελληνική πρωτεύουσα, το κλεινόν άστυ της Παλλάδος. Από το σημείον αυτό αρχίζουν αι εντυπώσεις των, οι ενθουσιασμοί ή αι απογοητεύσεις των.

Ας αρχίσουμε από την πρώτη:

Ένας σταθμός ογδόης τάξεως ευρωπαϊκής κωμοπόλεως, σκοτεινός, μικρός, ακαλαίσθητος. Μια στενή πλάτ-φόρμ. Το έδαφός της είνε σπαρμένο με πορτοκαλόφλουδες –το καλοκαίρι αντικαθίστανται με πεπονόφλουδες, καρπουζόφλουδες, τσαμπιά σταφυλιών κλπ. – αποτσίγαρα, αδειανά πακέτα τσιγάρων και άλλα παντοειδή απορρίμματα. Φτυσίματα και φλέμματα παντού. ( Ο Έλλην φτύνει ως γνωστόν περισσότερον από κάθε άλλον λαόν).

Ανάμεσα σε όλα αυτά τα πράγματα ο ξένος πρέπει να διανοίξη τον δρόμον του και να προχωρήση προς την έξοδον.

Κατά τα άλλα μέσα στον σταθμόν επικρατεί απόλυτος τάξις και ηρεμία. Ο μόνος θόρυβος πού ακούει κανείς προέρχεται από τα μικρά καροτσάκια , πού έρχονται κάτω από τα βαγόνια για να πάρουν τας αποσκευάς. Κάπου-κάπου επίσης από κανένα ηχηρό φίλημα μεταξύ ανθρώπων πού έχουν να ιδωθούν πολύν καιρό.

Προς την έξοδον δεν διευθύνονται όμως μόνον οι επιβάται των «σλήπινγκ-κάρ». Διευθύνονται επίσης και οι κοινοί θνητοί πού εταξίδευσαν με τα βαγόνια της τρίτης θέσεως από την Θεσσαλονίκην, την Λάρισαν και τους άλλους ενδιάμεσους σταθμούς, στους οποίους σταματάει το Σεμπλόν. Έτσι οι σοβαροί και άψογοι την εμφάνισιν κύριοι πού εφρεσκοξυρίσθησαν προτού να κατέβουν από το τραίνο και αι κομψαί κυρίαι και δεσποινίδες, πού εγκατέλειψαν προσωρινώς την ανίαν των μέσα εις το σλήπινγκ, με την ελπίδα της προσθήκης μερικών νέων εντυπώσεων εις τας τόσας άλλας, συμφύρονται εις την στενήν αυτήν έξοδον μαζί με τον Καραγκούνην της Θεσσαλίας και τον χωρικόν από τας Θήβας και την Λεβάδειαν, πού διενυκτέρευσε με ψωμί και σκόρδο και πού μόλις άπαξ της εβδομάδος επιτρέπεται εις το ξυράφι του κουρέως να θωπεύση την αγρίαν και πυκνήν ως λόχμην τριχοφυΐαν του προσώπου του.

Το θέαμα είνε οπωσδήποτε γραφικόν και ενδιαφέρον. Το σκόρδο του Καραγκούνη, η οριγκάν της κομψής κυρίας και η βαρειά οσμή του πούρου του μονυελοφορούντος κυρίου κάνουν ένα μίγμα περιέργου μυρωδιάς, πού ξεχύνεται στην πρωινή ατμόσφαιρα.

Αλλ’ εδώ στην έξοδον η τουριστική αστυνομία έχει βάλει το χέρι της. Εάν το συχνό σκούπισμα της πλάτ-φόρμ του σταθμού δεν είνε ικανόν να την απαλλάξη από τις ακαθαρσίες πού σωριάζονται πάνω σ’ αυτήν, επικρατεί όμως αρκετή τάξις κατά την αποβίβασιν των επιβατών. Οι κράχτες των ξενοδοχείων υπάρχουν βέβαια πάντοτε. Αλλά δεν πιάνουν πια από τον γιακά τον ξένον, για να τον οδηγήσουν εις το ξενοδοχείον πού θέλουν, όπως συνέβαινεν έως προχθές ακόμη. Σήμερα όλοι αυτοί οι συμπαθέστατοι βιοπαλαισταί –μαζεύονται κάθε πρωΐ, την ώρα της αφίξεως του Σεμπλόν, περί τους είκοσι σχεδόν- είνε ευπρεπέστατα ντυμένοι και έχουν ως μόνον διακριτικόν ένα υψηλού σχήματος πηλήκιον επάνω στο οποίον είνε κεντημένο το όνομα του ξενοδοχείου πού αντιπροσωπεύουν. Σαν φρόνιμα παιδιά αφήνουν τον πόλισμαν της υπηρεσίας να τους παρατάξη εις δύο στίχους εις τα δύο άκρα της εξόδου και αρκούνται μόνον να φωνάζουν, καθώς περνούν ανάμεσά τους οι ξένοι:

-Οτέλ Γκράντ Μπρετάνι!
-Ακροπόλ Πάλας!
-Οτέλ Κοσμοπολίτ!
-Πάλας Οτέλ!
Κλπ. Κλπ.

Ο ξένος μπορεί να διαλέξη όποιο ξενοδοχείο θέλει. Κανείς δεν τον βιάζει, κανείς δεν τον στενοχωρεί.

Εις το εξωτερικόν τώρα πεζοδρόμιον του σταθμού, με την συνοδεία του κράχτη του ξενοδοχείου πού εδιάλεξε ή και χωρίς αυτόν, ημπορεί να συνεχίση την πρώτην του εντύπωσιν: μία υποψία πλατείας απροσδιορίστου σχήματος και μεγέθους. Κάποτε την πλατείαν αυτήν την όριζε προς βορράν το άθλιον εκείνο συγκρότημα των παραγκών πού για να κατεδαφισθούν εχρειάσθηκε να διεξαχθούν τόσοι αγώνες. Σήμερα η παράγκες δεν υπάρχουν πια. Αλλά στη θέσι τους βρίσκονται σωροί από ακαθαρσίες. Νοτιότερα υψώνεται ένα επίμηκες και στενόν οικοδόμημα πλαισιούμενον μέσα εις άφθονον βλάστησιν. Από το εσωτερικόν του έρχονται συγκλονιστικώτατοι οι παθητικοί ήχοι ενός αμανέ (ως γνωστόν το φοβερόν και εκνευριστικόν αυτό είδος «μουσικής» μετά τον εξοστρακισμόν του από την Τουρκίαν, όπου ήκμασε επί τόσας εκατονταετηρίδας, μετηνάστευσε με όλας τας τιμάς εις την Ελλάδα). Το οικοδόμημα αυτό είνε τα περίφημα «Καλάμια», γνωστά σ’ όλους τους νυκτοβίους Αθηναίους. Α! Εξεχάσαμε! Υπάρχει και μία μικρή ατραξιόν κάθε Παρασκευή: Η Λαϊκή Αγορά. Θέαμα οπωσδήποτε ακατάλληλον για τους ξένους.

Αλλ’ ο επιβάτης του Σεμπλόν δεν έχει πολύν καιρόν να χάνη εις την συλλογήν των πρώτων αυτών εντυπώσεων.

Εάν δεν βιάζεται αυτός, βιάζονται όμως οι σωφέρ πού ανυπομονούν να τον παραλάβουν.

-Μουσιού… ταξί…ωτό…
-Μουσιού… ισί….αλλέ…οτέλ…
-Κύριος! Από δώ!… περάστε! Πρί-φίξ!…

Τα λόγια αυτά συνοδεύονται και με την απαραίτητη μιμική. Η γλώσσα των νοημάτων είνε κοινή σ’ όλους τους λαούς της γης. Και ο Έλλην σωφέρ, πού δεν είνε πολύγλωσσος, όπως οι συνάδελφοι του άλλων κρατών, καταφεύγει σ’ αυτήν για να γίνη νοητός. Τα χέρια εγκαταλείπουν το βολάν, βγαίνουν έξω από το παραθυράκι- η αστυνομία δεν επιτρέπει στους σωφέρ να κατέβουν από την θέση τους-διαγράφουν κύκλους εις το κενόν, δείχνουν τα καθίσματα του αυτοκινήτου, κάνουν την χαρακτηριστική χειρονομία της φευγάλας και καραδοκούν και την παραμικρότερη κίνηση στο πρόσωπο του ξένου για να ξαναπιάσουν πάλιν το βολάν και να οδηγήσουν θραμβευτικά το αυτοκίνητον μπροστά του. Αλλ’ αυτό δεν γίνεται βέβαια πάντοτε. Και ακούς τότε φράσεις όπως αυτή:

-Βρέ τον αφιλότιμο! Τόση ώρα του φωνάζω κι’ αυτός πάει αλλού!

Ή την άλλη:

-Βρέ τούτοι είνε θεόστραβοι! Τους το πάς το αυτοκίνητο μπρός στη μύτη τους κι’ αυτοί ψάχνουνε γι’ άλλο! Λές κι’ εμείς φορτώσαμε σφαχτά για την αγορά.

Αλλ’ οι ξένοι κι’ αν ακούν αυτές τις φράσεις, δεν καταλαβαίνουν τη σημασία τους. Άλλωστε οι άνθρωποι τα έχουν σαν χαμένα. Μετά τους κράχτες των ξενοδοχείων, οι σωφέρ… Γιατί όλες αυτές ή φωνές δεν προέρχονται από ένα ή δύο σωφέρ. Προέρχονται από πέντε, δέκα, είκοσι ταυτοχρόνως.

Ένα τέταρτο μετά την άφιξι του τραίνου τα πάντα έχουν ξαναγυρίσει στην συνηθισμένην ηρεμίαν των. Τα ταξί φεύγουν και οι κράχτες των ξενοδοχείων επίσης, είτε με πελάτες, είτε με κατεβασμένα μούτρα.

Χωρίς τις πορτοκαλόφλουδες, τα αποτσίγαρα και τα φτυσίματα κανείς δεν θα μπορούσε να υποπτευθή ότι πρίν από λίγα λεπτά ακόμη είχε κάμει την άφιξίν του από την Ευρώπην το μεγαθήριον αυτό με τη βαρειά και βραχνιασμένη φωνή».

(«Ακρόπολις», 1936, Μ.)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com

Recommended For You