Η τοκογλυφία της φουστανΕΛΛΑΣ

Ένα οχληρό σύννεφο σκόνης, σαν από πέρασμα ανεμοστρόβιλου έκρυψε από προσώπου γης τη μικρή παράγκα, μόλις τα ολόλευκα γερασμένα άλογα στρίγκλισαν, υπακούοντας στις φωνές του αγριεμένου αμαξά για να σταματήσουν.

Κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο κι οι πέτρες καυτές σαν εν δυνάμει φουρνέλα. Το ξεραμένο θυμάρι ολόγυρα ανέδιδε τα φυσικά αρώματα της εξοχικής ευωχίας, με μουσική υπόκρουση τον πανζουρλισμό των τζιτζικιών. Ο χωμάτινος δρόμος περιστοιχιζόταν δεξιά και ζερβά από πυκνοφυτεμένα πεύκα για την αναψυχή του αποσταμένου διαβάτη.

Στο μέσον του δρόμου, ένα πετρόχτιστο πηγάδι αποτελούσε την όαση του ταλαιπωρημένου περαστικού και στο βάθος η ματιά, όλο ελπίδες για δροσιά, συναντούσε την απανεμιά της θάλασσας.

Κοντά στο πηγάδι στημένη μια ξύλινη παράγκα, χωρισμένη στα δύο. Το ένα μέρος της καφενείο και κρασοπωλείο και το άλλο η κατοικία του μαγαζάτορα. Πατέρας τεσσάρων μικρών παιδιών, ηλικίας δέκα, οκτώ, επτά και τεσσάρων χρόνων, ο κυρ- Ανέστης μαζί με την κυρα–Λένη του πάλευαν να χορτάσουν το ψωμί έξι στόματα στο σύνολο.

Από την παλαιάς κοπής άμαξα, σε αντίθεση με τον κομψοντυμένο αμαξά, κατέβηκαν αμέσως τρεις ελεεινοί και τρισάθλιοι τύποι, που το ντύσιμό τους δεν απείχε πολύ από αυτό του μεγάλου τεμπέλη των Αθηνών Σακκουλέ, πασίγνωστου την εποχή εκείνη.

Οι τρεις αφιχθέντες πιάνουν τρία σκαμνάκια γύρω από ένα αυτοσχέδιο τραπεζάκι από κορμό δέντρου και φωνάζουν:

– Μια οκά στα τέσσερα (κατά κανόνα υπολογιζόταν και ο αμαξάς).

Η κυρα-Λένη εκτελεί την παραγγελία κάπως ταραγμένη.

– Τι κάνεις κυρα-Λένη; ρωτά ο πιο αντιπαθητικός.

– Καλά. Η ευγένειά σου; του απαντά κοφτά.

– Αφού με βλέπεις και πίνω μάλλον καλά θα είμαι.

– Ποιος καλός άνεμος σας έφερε κατά δω; ρωτά δειλά, παρατηρώντας τους άλλους ανήσυχη.

– Πάμε στο χωριό για μια εκτέλεση…

Ο ίδιος ήταν δικαστικός κλητήρας και οι άλλοι δύο μάρτυρες.

– Αλίμονο, στέναξε η γυναίκα. Ποιος καψερός κάθεται τώρα ξένοιαστος και δεν ξέρει τι τον περιμένει.

– Κυρα-Λένη πως τα ξεμπερδέψατε εσείς με το φούρναρη;

– Μου φαίνεται πως συμβιβάστηκαν με τον άντρα μου και γι΄ αυτό πήγε σήμερα μέσα.

– Έτσι άκουσα κι εγώ, απαντά ξερά ο κλητήρας, ανταλλάσσοντας, συνάμα, πονηρά βλέμματα με τους συντρόφους του.

Ο αμαξάς γύρισε τις πλάτες δυσαρεστημένος και πλησίασε προς τα άλογα.

– Καλύτερα που τα βρήκαν πρόσθεσε ο ένας μάρτυρας. Δεν είναι σωστό να αφήνει το μαγαζί του κάθε τόσο και να τρέχει στην Αθήνα σαν εμπορομεσίτης.

– Μα δεν πιστεύω να αργήσει, είπε με αθωότητα η γυναίκα. Στάσου να δεις, σα να μου φαίνεται πως έρχεται κιόλας.

«Ε ν  ο ν ό μ α τ ι  τ ο υ  ν ό μ ο υ»

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και καταφθάνει ασθμαίνοντας ο φτωχός ο κυρ-Ανέστης φορτωμένος με ένα μεγάλο ζεμπίλι στον ώμο κάθιδρος και κατασκονισμένος. Ακουμπά χάμω το φορτίο του.

Πριν προλάβει, όμως καν να χαιρετήσει, ορμούν άξαφνα και οι τρεις αχρείοι καταπάνω του σαν λύκοι φωνάζοντας: «εν ονόματι του νόμου». Τον αρπάζουν, τον σηκώνουν και τον ρίχνουν σαν σακί με πίτουρα μέσα στην άμαξα όπου μπαίνουν κι αυτοί.

Ο αμαξάς χτυπά δυνατά τα άλογα αλλά η γυναίκα ρίχνεται επάνω τους και τραβά τα χαλινάρια του ενός.

– Βάρα βάρα, ωρύονται προς τον αμαξά οι εκτελεστές του νόμου.

– Κάνε στην άκρη κυρά, φωνάζει απειλητικά ο αμαξάς στη γυναίκα.

– Όχι! Εφόσον πήρατε εκείνον, ας με κόψει κι εμένα η άμαξα να μείνουν τα παιδιά μου στο δρόμο, αφού έτσι το θέλει ο κυρ – Αργύρης ο φούρναρης, που τον βοηθάει κι ο νόμος.

– Τι στην οργή τόθελα τέτοιο αγώι; μονολογεί απελπισμένος ο αμαξάς χαλαρώνοντας τα ηνία και ρίχνοντας χάμω το καμτσίκι.

Συγχρόνως, τα τέσσερα παιδιά του κυρ – Ανέστη κλαίνε όλα μαζί με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους δεξιά κι αριστερά από την άμαξα και τα μεγάλα εκστομίζουν φοβερές κουβέντες, εν τη αφελεία τους.

– Εμποδίζετε την εκτέλεση του νόμου, φωνάζει απειλητικά προς όλους ο κλητήρας.

– Αχ, παμπόνηρε και κακορίζικε άνθρωπε, που μούκανες και το μισοκακόμοιρο! του φωνάζει έξαλλη η κυρα – Λένη.

– Σωπάτε παιδιά μου! Δεν θα μου κάνουν τίποτα. Το βράδυ θα γυρίσω, έλεγε ο δόλιος πατέρας.

– Να, τους λέει και βγάζει ένα χαρτί με κουφέτα και τα δίνει στο μεγαλύτερο να τους τα μοιράσει.

-Τα παιδιά ανοίξανε τις δεξιές χουφτίτσες τους για τα κουφέτα, εκτός από το μικρό, το μόνο αρσενικό, που κράταγε και στα δυο του χέρια από μία πέτρα.

Απ΄ αυτή τη στιγμή είχε φωλιάσει στην ψυχή του ο σπόρος της αυτοδικίας μπροστά στο «θαυμάσιο» νόμο που ήταν με το μέρος του τοκογλύφου. Σπόρος, που κάλλιστα θα μπορούσε να ριζοβολήσει μέσα του και να αναδείξει ένα φυγόδικο του μέλλοντος.

Β ά ρ δ α  φ ο υ ρ ν έ λ ο

Στο μεταξύ κατέφθασαν πολλοί κτίστες και εργάτες μιας οικοδομής, που χτιζόταν εκεί κοντά και περικύκλωσαν την άμαξα.

Τελευταίος πλησίασε με βαρύ ύφος ένας λατόμος, έχοντας στον ώμο ένα τεράστιο σιδερένιο λοστό. Οι εργάτες τον κοίταζαν αποσβολωμένοι.

– Τι τρέχει εδώ, ρε σεις; ρώτησε με φωνή αγριεμένη.

Κι άμα του εξήγησαν τα συμβάντα τους φώναξε οργισμένος:

– Για εσάς, βρε σταυρωτήδες δουλεύουμε νύχτα-μέρα και χύνουμε ποτάμι τον ιδρώτα; Αφήστε τον άνθρωπο να μην σας αλλάξω τον αδόξαστο!

– Τι ανακατεύεσαι εσύ, του φώναξε με θράσος ο κλητήρας, κατεβαίνοντας από την άμαξα. Έννοια σου, θα σε διορθώσω!

Ο κρατούμενος θέλοντας να ανταποκριθεί στην τόσο συγκινητική επίδειξη ανδρείας του φίλου του λατόμου κατεβαίνει κι αυτός από την άμαξα, ενώ οι μάρτυρες δεν έδειξαν και πολλή προθυμία να τον κρατήσουν.

Τον αφήσατε ορέ; Ωρύεται ο κλητήρας.

– Έννοια σου και δεν φεύγω, απαντά αυτός.

– Αν ήθελα θάμουν φευγάτος, συμπληρώνει όλο φιλότιμο.

– Δεν τα ακούω αυτά. Συνδρομή «εν ονόματι του νόμου», φωνάζει ο κλητήρας.

Κανείς δεν κουνιέται. Τη φωνή του καθήκοντος των μαρτύρων έπνιγε η φωνή της φύσης και της συνείδησης που είναι πάνω από τον άγριο νόμο.

– Μπορώ να σου πω δυο κουβέντες στα κρυφά; λέει ο λατόμος στον κλητήρα, στρίβοντας το τσιγκελωτό μουστάκι του.

– Δεν έχω κουβέντες μαζί σου, του απαντά περιφρονητικά ο κλητήρας.

Κι ο λατόμος στρεφόμενος προς την ομήγυρη:

– Μου φαίνεται πως θα το βάλω σήμερα κανένα απρόοπτο φουρνέλο…

– Μα μην τα βάζετε με τον κλητήρα, δε φταίει αυτός, τόλμησε να ξεστομίσει ένας φοβισμένος εργάτης.

– Πώς δε φταίει; Ας αλλάξει τέχνη. Δουλειά είναι αυτή να παίρνουν τον κόσμο στο λαιμό τους και να σκορπούν φαμίλιες; Αν το κάναν όλοι αυτό που κάνουμε εμείς τότε θάβλεπε πια το κουβέρνο (δηλαδή η κυβέρνηση) πως δεν πάει μπροστά αυτή η ατιμία.

Η στιγμή ήταν κρίσιμη.

– Μπαρμπαριά είναι εδώ ή Τούνεζι να πουλάμε σκλάβους; Άνθρωποι είμαστε ή κριάρια; Να μας πουν να το γνωρίζουμε.

– Έι! ακούγεται ξαφνικά από πίσω μια δυνατή και βραχνή φωνή.

– Από τώρα παρατήσατε τη δουλειά; Το κολατσιό στον ύπνο σας το είδατε;

Όλοι παραμέρισαν με σεβασμό μόλις αντιλήφτηκαν την παρουσία του πενηντάχρονου εργολάβου της οικοδομής, άνδρα κοντόχοντρου και παραλή.

Άρχισαν τότε να του λένε τα καθέκαστα και μαζί τους κι η κυρα – Λένη.

– Σωπάτε όλοι κι αφήστε τη γυναίκα να τα πει καλύτερα, τους φώναξε ο εργολάβος.

– Στη γειτονιά μας κυρ- Θύμιο μου, είχαμε ένα φούρναρη απ΄ όπου ψωνίζαμε ψωμί.

Το Μάρτιο του 1903 ένας μεσίτης περαστικός απ΄ το μαγαζί κατάφερε τον άντρα μου να αγοράσει με το φτωχό μας το κομπόδεμα τέσσερις μετοχές της Τράπεζας Αθηνών, μία για την προίκα του κάθε κοριτσιού μας, γιατί όπως μας είπε, θα έμπαιναν στο Χρηματιστήριο του Παρισιού και θα γλιτώναμε απ΄την καταραμένη φτώχια. Τότε είχε η μία κοντά 180 δραχμές. Τον άλλο μήνα όμως που μας τύχανε αρρώστιες η μετοχή κατρακύλησε γιατί δεν ήταν καλά τα νέα και πήραμε πίσω τα μισά λεφτά που τα δώσαμε για να γλιτώσουμε το παιδί απ΄την ελονοσία.

Έτσι μείναμε χρέος 10 δραχμές στο φούρναρη. Εκείνος μας φοβέριζε πως αν δεν του κάνει χαρτί ο άντρας μου για τις δέκα δραχμές μαζί με τις 30 δραχμές που θα ψωνίζαμε το μήνα αυτόν θα μας έκοβε την πίστωση. Το δεχτήκαμε και υπόγραψε χαρτί για 50 δραχμές. Οι άλλες 10 ήταν βλέπετε τόκος!

– Για ένα μήνα; Βρε τον αθεόφοβο, βρυχάται ο λατόμος.

– Από τότε του δίναμε τις 30 κάθε μήνα για ψωμί μα το χαρτί έμενε χαρτί. Μέχρι που μας έκανε αγωγή για 50 δραχμές και με τόκους και έξοδα μας γυρεύει 200.

– Ενώ, πράγματι, του χρωστάω μόνο 10, συμπλήρωσε ο κυρ – Ανέστης. Τούδωσα σήμερα τις 50 και δεν τις δέχεται. Θέλει σώνει και καλά να με κλείσει μέσα για να πάρει όλο το ποσό.

– ¨Έδωσε ψωμί και θέλει να πάρει την ψυχή μας!

– Α! κατάλαβα! Λέει αμέσως ο εργολάβος! Δώσε Ανέστη από δύο δραχμές στους μάρτυρες να πάνε στη δουλειά τους. Μείνε εσύ στο μαγαζί σου και πάμε τώρα εμείς στον Πρόεδρο να μας κανονίσει την πληρωμή, λέει στον κλητήρα. Μπαίνουν μαζί στην άμαξα και φεύγουν.

– Ζήτω ο αφέντης φώναξε ο Ανέστης και τη δική του φωνή ακολούθησαν οι αλαλαγμοί των εργατών, της γυναίκας του και των παιδιών τους!

Όλοι μπαίνουν στο κρασοπωλείο να τους κεράσει ο κυρ- Ανέστης. Μόνο ο λατόμος μένει στη μέση του δρόμου ακίνητος, παρατηρώντας την άμαξα να φεύγει. Μόλις αυτή απομακρύνθηκε βγάζει μια δυνατή κραυγή με τη στεντόρεια φωνή του:

– Βάρδα φουρνέλοοο!

Και πετώντας με δύναμη το λοστό κατά γης μπαίνει κι αυτός στο μαγαζί με χαμόγελο έκδηλης ικανοποίησης στα χοντροκομμένα του χείλη…

Περισσότερα στοιχεία θα βρείτε στο λεύκωμα: Αγώνας Ευθύνης Σωματείον Χρηματιστηρίου Αθηνών http://www.capital.gr/history_of_xaa/Info.aspx

Recommended For You