Η Αθήνα της Κατοχής – 79 χρόνια από την Απελευθέρωση

Μια διαφορετική ημέρα ξημέρωσε για την Αθήνα τη 12η Οκτωβρίου 1944. Εκείνη την Πέμπτη οι Αθηναίοι άρχισαν να γεμίζουν τα πνευμόνια τους με τον ζωοδότη άνεμο της ελευθερίας. Καμπάνες μετέφεραν το χαρμόσυνο γεγονός στον αττικό ουρανό την ώρα που και οι τελευταίοι στρατιώτες της Βέρμαχτ και των SS αποχωρούσαν από την πρωτεύουσα της Αθήνας την οποία είχαν καταλάβει τον Απρίλιο του 1941. Σαράντα δύο μαρτυρικοί μήνες που άλλαξαν τη ζωή και τη στάση των Αθηναίων. Ήταν ώρα να πεταχτούν στους δρόμους να πανηγυρίσουν έχοντας βγάλει από τα σεντούκια όπου ήταν βαθιά κρυμμένες οι ελληνικές σημαίες, μαζί με βρετανικές, αμερικανικές και σοβιετικές. Οι εικόνες της εποχής είναι γνωστές σε όλους.

Ημέρα γιορτής, 12 Οκτωβρίου 1944. Χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη για να τιμήσουν όσους είχαν πέσει νεκροί στη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής

Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ φρόντισαν το πρωί εκείνης της ημέρας να υψώσουν την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη ενώ την επομένη στον Πειραιά τα ντουφέκια «τραγουδούσαν» ακόμη στη μάχη της Ηλεκτρικής, διώχνοντας τα τελικά τμήματα του γερμανικού στρατού που επιχειρούσαν να σβήσουν το ρεύμα από το πολεοδομικό συγκρότημα βυθίζοντάς το στο χάος. Τα χαράματα της 13ης Οκτωβρίου είχαν προλάβει να ανατινάξουν πετρελαϊκές εγκαταστάσεις.

Στις 14 Οκτωβρίου αφίχθησαν και τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα, ενώ στις 18 του μηνός ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας Γεώργιος Παπανδρέου έφτασε στην Αθήνα και ανέβηκε στον Ιερό Βράχο για την επίσημη έπαρση της ελληνικής σημαίας. Το κλίμα άλλαζε και δεν κράτησε ούτε δύο μήνες καθώς το αίμα κύλησε ξανά στους δρόμους της πόλης ανοίγοντας ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορική περίοδο, αυτό του Εμφυλίου.

1.624 μέρες κατοχής

Ήταν 27 Απριλίου 1941 όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα. Η ναζιστική πολεμική μηχανή προήλαυνε συναντώντας μηδαμινή αντίσταση. Μπαίνοντας στην ελληνική πρωτεύουσα δεν απάντησαν την πολιτική ηγεσία, που αποχώρησε για τη Μέση Ανατολή, μα ούτε και κατοίκους. Τα γερμανικά Στούκας ξερνούσαν τρόμο για οποιαδήποτε αντίσταση. Είχε αρχίσει η εποχή του φόβου.

This slideshow requires JavaScript.

Ωστόσο ένα γεγονός, που αναδεικνύει ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης σε συνέντευξή του (συγγραφέας του βιβλίου «Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα», εκδ. Αλεξάνδρεια), δείχνει μια αυθόρμητη πράξη αντίστασης από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών «λίγες ώρες πριν μπουν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Χωρίς να υπάρχει γραμμή από κανέναν, καθώς δεν υπάρχει βασιλιάς, δεν υπάρχει κυβέρνηση, έχουν φύγει όλοι, ο εκφωνητής λέει ότι “ο αγώνας συνεχίζεται”, “κρατήστε το πνεύμα του μετώπου”». Όπως σημειώνει, δεν έχει ευρωπαϊκό αντίστοιχο σε πρωτεύουσες όπου έπεφτε βαριά η μπότα του Γ’ Ράιχ.

Οι κατακτητές πήγαν στην Ακρόπολη και ύψωσαν τη ναζιστική σβάστικα, ενώ διόρισαν κυβέρνηση υπό τον στρατηγό Γεώργιο Tσολάκογλου που υπέγραψε τη συνθηκολόγηση.

Η κατάσταση είχε αλλάξει άρδην. Οι Γερμανοί άρπαξαν πόρους και αγαθά και οδήγησαν την ντόπια οικονομία στην καταστροφή. Η πείνα, τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής, καταδίκασε σε θάνατο χιλιάδες Αθηναίους. Όσοι μπορούσαν έφευγαν για να βρουν καταφύγιο και τροφή στην επαρχία. Όσοι απέμειναν άρχισαν να σκέφτονται ότι δεν τους απομένει πια κάτι να χάσουν.

Στην ημερήσια διάταξη ήταν η τρομοκρατία και η αυθαιρεσία των αρχών Κατοχής και των ελλήνων συνεργατών τους. Μπλόκα, φυλακίσεις, εκτοπίσεις, εκτελέσεις και βομβαρδισμοί έσπερναν τον τρόμο. Οι ναζί κατακτητές ήταν άτεγκτοι στα αντίποινα έχοντας ως πρώτο μέλημα να καταστείλουν τις αντιδράσεις.

Σταδιακά η πείνα, η μαύρη αγορά, η αλληλεγγύη στα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας για να αντέξουν τις κακουχίες, αλλά και η παρεμπόδιση της δήμευσης της σοδειάς και της στρατολόγησης εργατών για καταναγκαστική εργασία στη γερμανική βιομηχανία άρχισαν να μπολιάζουν το πνεύμα αντίστασης. Μέχρι να φτάσουμε εκεί προηγήθηκαν οι πρώτες «αυθόρμητες» προσωπικές και συλλογικές αντιδράσεις.

«[…] Η κύρια αναφορά του δεν παύει να είναι ένα μεγαλειώδες αντιστασιακό κίνημα. Αναπτύχθηκε σε στιγμές κρίσης, ανακαλύπτοντας νέες στρατηγικές άμυνας και αντίστασης, για να εξασφαλίσει την επιβίωση και να αντιπαλέψει τον κατακτητή και τους συνεργάτες του. Όσο κι εάν μπορεί να κατανοήσει κανείς συμπεριφορές και στάσεις από την άλλη μεριά, η βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε εκείνους που πολέμησαν και σε εκείνους που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, ανάμεσα σε εκείνους που συμπαρατάχθηκαν με το φασισμό και σε εκείνους που τον αντιπάλεψαν, υπήρξε. Η κατανόηση των συνθηκών που οδήγησαν τους ανθρώπους να φερθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δεν σημαίνει ότι οι τρόποι αυτοί δεν είχαν διαφορές μεταξύ τους, ότι η υπεράσπιση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου δεν παύει πάντα αξιακά να υπερέχει» γράφει χαρακτηριστικά ο ιστορικός και λέκτορας Θεωρίας της Ιστορίας και Ιστοριογραφίας, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Βαγγέλης Καραμανωλάκης.

«Είναι χαρακτηριστικό ότι το ’42, όταν στην Αθήνα ξεσπά η απεργία στην οποία αναφέρθηκα πριν (σ.σ. αναφέρεται στην πρώτη απεργία στην κατεχόμενη Ευρώπη που ξεκίνησε με πρωτοβουλία των “τριατατικών”, των υπαλλήλων στα ταχυδρομεία – τηλεγραφεία – τηλεφωνεία, και επεκτάθηκε σε όλο τον δημόσιο τομέα), στην επαρχία δεν υπήρχε ούτε ένας ένοπλος αντάρτης. Στην Αθήνα λοιπόν γίνονται οι πρώτες ζυμώσεις και οι πρώτες κύριες αντιστασιακές δράσεις» αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιστορικός κ. Χαραλαμπίδης.

Εδώ είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η μαζική αντίδραση στον κατακτητή εμφανίστηκε στις πόλεις. Η κλασική φιγούρα του αντάρτη στα βουνά αναπτύχθηκε αργότερα ενώ η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου ήταν σχέδιο, στρατιωτικό, επιτελικό, που ολοκληρώθηκε με τη βοήθεια των άγγλων συμμάχων. Στις πόλεις όμως σκίρτησε για πρώτη φορά η φλόγα της αντίστασης, θέριεψε και έφτασε σε ηρωικές στιγμές – θα μπορούσε να εξαιρέσει κανείς την περίπτωση του Δοξάτου Δράμας όπου εκτελέστηκαν ομαδικά από τα βουλγαρικά στρατεύματα κατοχής 3.000 άτομα για την εξέγερση στις 28 και 29 Σεπτεμβρίου 1941.

Πρώτα σκιρτήματα για τη λευτεριά

Τη νύχτα της 30ής προς την 31η Μαΐου 1941 οι σκέψεις έγιναν πράξη και ο Μανώλης Γλέζος με τον Λάκη Σιάντα ανέβηκαν κρυφά στον βράχο της Ακρόπολης και κατόρθωσαν να κατεβάσουν τη ναζιστική σβάστικα. «Το βλέμμα μας έπεσε πάνω στη σημαία τους που υπερήφανα κυμάτιζε ψηλά-ψηλά και η βαριά σκιά της πλάκωνε καταθλιπτικά όλη την Αθήνα, όλη την αττική γη. Να τι πρέπει να τους κάνομε! Ήρθε η σκέψη σαν σπίθα. Να τους την πάρομε. Να την γκρεμίσομε και να την ξεσχίσομε και να πλύνομε έτσι τη βρωμιά από τον Ιερό Βράχο. Την είχαν στήσει αυτήν την ίδια την πολεμική τους σημαία οι Ναζί θριαμβευτικά ως τότε στη Βαρσοβία, στη Βιέννη, στην Αμβέρσα, στη Νορβηγία, στο Παρίσι και στο Βελιγράδι και απειλούσαν να τη στήσουν σε όλο τον κόσμο τότε. Μα εδώ είναι Ελλάδα. Είναι η μικρή χώρα που απ’ αυτή ξεπετάχτηκε η φλόγα του Πολιτισμού. Είναι η χώρα που δίνει το παράδειγμα πάντα στις κρίσιμες στιγμές της Ιστορίας» αφηγείται ο Λάκης Σιάντας για το πώς έφτασαν στην ενέργεια αυτή..

Η αρχή είχε γίνει. Κάποιοι αναθάρρησαν. Οι πρώτοι πυρήνες αντίστασης στήθηκαν. Λίγο αργότερα, στις 12.00 το μεσημέρι της 20ής Σεπτεμβρίου 1942 μια ομάδα της Πανελλήνιας Ενώσεως Αγωνιζομένων Νέων (ΠΕΑΝ) κατάφερε να συγκλονίσει το κέντρο της Αθήνας. Στη γωνία Πατησίων και Γλάδστωνος έβαλε βόμβα στο κτίριο της Εθνικής Σοσιαλιστικής Πατριωτικής Οργάνωσης (ΕΣΠΟ), οργάνωση που κυνηγούσε να στρατολογήσει μέλη για να πολεμήσουν με τη γερμανική Βέρμαχτ. Από τα συντρίμμια ανασύρθηκαν νεκροί 29 μέλη της ΕΣΠΟ και 48 γερμανοί αξιωματικοί καθώς στο ίδιο κτίριο στεγάζονταν και υπηρεσίες των κατακτητών.

Λιμός

Στους δρόμους της πρωτεύουσας είχαν βρεθεί αρκετοί πρόσφυγες, από τα νησιά, από τη Μακεδονία και τη Θράκη για να γλιτώσουν τις θηριωδίες των βουλγάρων κατακτητών (ξύπνησαν μνήμες των Βαλκανικών Πολέμων) ενώ οι πρόσφυγες από το ’22 προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους στις παράγκες στις φτωχικές συνοικίες. Ο παραγωγικός ιστός και οι υποδομές είχαν διαλυθεί, δουλειές δεν υπήρχαν… Η οικονομία καταστρεφόταν, οι ελλείψεις αγαθών πολλαπλασιάζονταν με γεωμετρική ταχύτητα. Από το φθινόπωρο του 1941 εμφανίστηκαν τα συσσίτια για να ανακουφίσουν τον πληττόμενο πληθυσμό.

Σταγόνα στον ωκεανό της πείνας. Αυξάνονταν οι λιμοκτονούντες, αυξάνονταν και οι θάνατοι. Οι εικόνες της εποχής με τα καροτσάκια να κουβαλούν αραδιασμένα πτώματα από τους δρόμους για το νεκροταφεία είναι γνωστές. Ο αριθμός των 300.000 θυμάτων αμφισβητείται πλέον από ιστορικούς ως μικρός. Η Αθήνα χαροπάλευε. Ο λιμός καταγράφηκε ως μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η άφιξη της επισιτιστικής βοήθειας του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού με σουηδικά πλοία έδωσε ανάσα στον χειμαζόμενο λαό. Είχε φτάσει η στιγμή για γενικευμένη αντίδραση στα σχέδια των κατακτητών.

Διαδηλώσεις

Η πρώτη επέτειος από το «όχι» του ελληνικού λαού έδωσε το έναυσμα για κάποιες αντιδράσεις. Επόμενη στιγμή μια εθνική εορτή. Την 25η Μαρτίου 1942 οι διαδηλωτές ήταν περισσότεροι. Ακολούθησε η μεγάλη μάχη.

Στις 12 Απριλίου 1942 οι δημόσιοι υπάλληλοι κήρυξαν απεργία ζητώντας μέτρα ανακούφισης από τον λιμό. Η κυβέρνηση Τσολάκογλου αποφάσισε να απολύσει τους απεργούς. Εν τέλει εκάμφθη από την ανυποχώρητη στάση των υπαλλήλων.

Στις 22 Δεκεμβρίου 1942 απέργησαν φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι διαφόρων κλάδων, πραγματοποιώντας παράλληλα μαζική διαδήλωση (εκτιμώνται σε 30.000 – 40.000 οι διαδηλωτές) στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας.

Στις 24 Φεβρουαρίου 1943 πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη κινητοποίηση των κατοίκων της πρωτεύουσας ενάντια στο μέτρο της πολιτικής επιστράτευσης. Οι αρχές Κατοχής επέβαλαν σε κατοίκους ηλικίας από 16 ως 45 ετών να αναλάβουν εργασία και εκτός του τόπου κατοικίας τους, συγκροτημένοι σε συμβιωτικές ομάδες εργασίας εντός στρατοπέδων. Ο κίνδυνος της μαζικής αποστολής Ελλήνων στα εργοστάσια της Γερμανίας ήταν πλέον ορατός.

Γενική απεργία κηρύχθηκε στις 24 Φεβρουαρίου και 5 Μαρτίου 1943. «Σε αυτό το δεκαήμερο της “εξέγερσης”, περισσότεροι από 50 χιλιάδες διαδηλωτές πολιόρκησαν και κατάφεραν να εισβάλουν δύο φορές στο κτίριο του υπουργείου Εργασίας, παρά τις σφοδρές συγκρούσεις με δυνάμεις των κατακτητών, με στόχο να καταστρέψουν τις ονομαστικές καταστάσεις, σύμφωνα με τις οποίες οι αρχές κατοχής θα μπορούσαν να εντοπίσουν τους προς επιστράτευση κατοίκους της Αθήνας. Οι πρωτόγνωρες αυτές κινητοποιήσεις, είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή μέρος του κτιρίου, το κάψιμο των ονομαστικών καταστάσεων, το θάνατο τουλάχιστον έξι και τον τραυματισμό περισσοτέρων από 100 διαδηλωτών» αναφέρει ο κ. Χαραλαμπίδης.

Οι διαδηλωτές νίκησαν – μια πολύ σημαντική νίκη. Ελλείψει καταγεγραμμένων στοιχείων, ελάχιστοι έφυγαν στη Γερμανία. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αποσύρει το μέτρο. «Και είναι μια ακόμα μεγαλύτερη νίκη αν αναλογιστούμε ότι η Ελλάδα ήταν η μοναδική κατεχόμενη χώρα στην οποία δεν εφαρμόστηκε η πολιτική επιστράτευση, εκεί όπου από το ’39 έως το ’45 στα γερμανικά εργοστάσια εργάστηκαν περίπου 17 εκατομμύρια ευρωπαίοι πολίτες» αναφέρει ο κ. Χαραλαμπίδης. «Αν σκεφτούμε ότι οι καταστάσεις των επιστράτων αριθμούσαν περίπου 80.000 άτομα, δηλαδή αφορούσαν 80.000 οικογένειες, τότε καταλαβαίνουμε τι ήταν αυτό που γλίτωσε η ελληνική κοινωνία χάρη στις κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική επιστράτευση».

Η πολυπληθέστερη διαδήλωση στην κατοχική Ελλάδα -και από τις μαζικότερες στην κατεχόμενη Ευρώπη- σημειώθηκε στις 22 Ιουλίου 1943, με τους πολίτες να διαμαρτύρονται για τις ωμότητες της βουλγαρικής κατοχής και την οικονομία και την παραγωγή να παραλύουν.

Περισσότεροι από 100.000 διαδηλωτές βρέθηκαν αντιμέτωποι στους κεντρικούς δρόμους της πόλης με πάνοπλους γερμανούς στρατιώτες και άνδρες της Χωροφυλακής και της Αστυνομίας Πόλεων. Όταν η κεφαλή της διαδήλωσης έφτασε έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος επί της οδού Πανεπιστημίου, γερμανικά άρματα άνοιξαν πυρ κατά των διαδηλωτών. Η κινητοποίηση βάφτηκε στο αίμα: 59 οι νεκροί και τραυματίες. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν από γερμανικά πυρά στην οδό Ομήρου και στους δρόμους γύρω από το Οφθαλμιατρείο, ενώ ενεργή ήταν και η συμμετοχή ανδρών της Χωροφυλακής που καταδίωκαν τους διαδηλωτές στα γύρω στενά.

Αντίποινα

Το φθινόπωρο του 1943 η εκδικητικότητα των Γερμανών διογκώνεται. Σε αντίποινα για αντιστασιακές πράξεις οι ναζιστές στέλνουν αδιάκριτα κόσμο στο εκτελεστικό απόσπασμα. Τα μηνύματα από τα μέτωπα της ανατολικής Ευρώπης και της βόρειας Αφρικής δεν ήταν χαρμόσυνα και η γερμανική αντίδραση ήταν άγρια…

Η κατάσταση αγριεύει. Την άνοιξη του 1944 οι κατακτητές με τους συνεργάτες τους στα Τάγματα Ασφαλείας άλλαξαν τακτική. Μπλόκα άρχισαν να στήνονται: Κοκκινιά, Καισαριανή, Υμηττός, Δουργούτη. Πατριώτες εκτελούνται: Καισαριανή, Χαϊδάρι… Την Πρωτομαγιά του 1944 ήταν η τραγικότερη στιγμή: 200 κρατούμενοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Xαϊδαρίου, σχεδόν αποκλειστικά κομμουνιστές, εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Kαισαριανής.

Η οργή φούντωνε. Η Οργάνωση Προστασίας Λαϊκών Αγωνιστών (ΟΠΛΑ) και ο ΕΛΑΣ αναλαμβάνουν δράση εκτελώντας συνεργάτες του κατακτητή, ενώ τα Τάγματα Ασφαλείας και τα Σώματα Ασφαλείας μαζί με διάφορες άλλες αντικομμουνιστικές οργανώσεις -καθώς οι αγριότητες του κατακτητή και των συνεργατών του όπως και η άμεση αντίδραση και η οργάνωση δράσεων ανακούφισης αλλά και απεργιών ενίσχυσαν την επιρροή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στον αθηναϊκό πληθυσμό- απαντούσαν με βία. Τουλάχιστον 1.500 άτομα υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους σε αυτό τον κύκλο του αίματος.

Δωσίλογοι

Το ποιόν των δωσίλογων και τα κίνητρα που τους «έσπρωξαν» να συμπαραταχθούν με τους ναζιστές, αν και ήταν «αναλώσιμοι» για τους κατακτητές, καταγράφει ο ιστορικός Στράτος Δορδανάς σε συνέντευξή του: «Συνεργάτες των κατακτητών θα μπορούσε κανείς να συναντήσει στις μεγάλες πόλεις για ιδεολογικούς λόγους, αν και αυτές οι περιπτώσεις είναι οι λιγότερες, επειδή κάποιος είδε σ’ αυτή τη συνεργασία μια καλή ευκαιρία πλουτισμού, γοητεύτηκε από την περιπέτεια και από τη συμμετοχή στη λεία ή απλώς αποτελούσε ένα λούμπεν προλεταριάτο που εξωθήθηκε σ’ αυτή τη λύση απλώς και μόνο για να επιβιώσει. Ο κομμουνισμός, αλλά και η επίφαση του κομμουνιστικού κινδύνου, αποτελεί παράγοντα που θα πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψη του για να ερμηνεύσει το φαινόμενο, ενώ στις τοπικές κοινωνίες και ιδιαίτερα στην ύπαιθρο προσωπικές, εθνοτικές διαφορές ή η απειλή που συνιστούσε κυρίως για τα συντηρητικά στοιχεία ο ΕΛΑΣ, ήταν δυνατόν να εξωθήσουν στον δωσιλογισμό ακόμα και ολόκληρα χωριά, ιδιαίτερα συντηρητικά, όπως ο Κούκος Κατερίνης με επικεφαλής τουρκόφωνους οπλαρχηγούς».

Το τι απέγιναν είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Όπως εξηγεί ο κ. Δορδανάς στην ίδια συνέντευξη, «αν και τα ειδικά δικαστήρια συγκέντρωσαν χιλιάδες φακέλους και εκατομμύρια σελίδων προανακριτικού υλικού, ένας μικρός μόνο αριθμός αυτών των υποθέσεων έφτασε στις αίθουσες των δικαστηρίων και ακόμα λιγότεροι τιμωρήθηκαν».

Το κλειδί για την εξέλιξη αυτή είναι ο Εμφύλιος που ακολούθησε και πολλοί «εξαγνίστηκαν» στον αντικομμουνιστικό αγώνα. Το παρόν με τις αυξημένες ανάγκες για εδραίωση του «νέου» καθεστώτος των «εθνικοφρόνων» εναντίον των «μιασμάτων» έριξε βαριά τη σκιά του στο ατιμωτικό παρελθόν… Σε μικρότερη έκταση βέβαια συναντάμε αυτό το φαινόμενο και σε άλλες χώρες, με τρανταχτές περιπτώσεις την απορρόφηση από τις συμμαχικές δυνάμεις υψηλά και χαμηλά ιστάμενων, αλλά πάντως εξαιρετικά χρήσιμων, εγκληματιών από τους ηττημένους ναζιστές.

Μαύρη αγορά

Όταν θέριζε η πείνα, οι κάτοικοι των αστικών κέντρων που δεν είχαν πρόσβαση στην αγροτική παραγωγή (συγγενείς ή γνωστοί στην επαρχία, όπου καλλιεργούσαν τα χωραφάκια τους) βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Η αγορά δεν μπορούσε να καλύψει τις υπέρογκες ανάγκες των πολιτών, οι ελλείψεις που έφταναν στην εσκεμμένη και μη «εξαφάνιση» προϊόντων αύξησαν τρομακτικά τις τιμές και οι αξίες άλλαξαν. Μπροστά στην υπέρτατη αξία της επιβίωσης αστικές και μεσοαστικές οικογένειες πουλούσαν κινητές αρχικά αξίες (κοσμήματα κτλ.) και ύστερα ακίνητα σε εξευτελιστικές τιμές.

Οι επιτήδειοι της μαύρης αγοράς και οι τοκογλύφοι -ήδη οικονομημένοι και μέσα στα «κόλπα» προ του πολέμου- εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και θησαύρισαν. Η συσσώρευση κεφαλαίου (γη και χρυσός) ήταν πρωτοφανής τη στιγμή που οικογένειες ολόκληρε ξεκληρίζονταν.

Το φαινόμενο αποτυπώθηκε και στο ρεμπέτικο τραγούδι: «Μικροί μεγάλοι γίνανε μαυραγορίτες όλοι κι αφήσαν όλο τον ντουνιά με δίχως πορτοφόλι. Πουλήσαμε τα σπίτια μας και τα υπάρχοντά μας για δυο ελιές κι ένα ψωμί να φάνε τα παιδιά μας» (Μιχάλης Γενίτσαρης).

Με την απελευθέρωση εμφανίστηκε δυναμικά στο προσκήνιο τα αιτήματα για επιστροφή των χαμένων περιουσιών και για τιμωρία των μαυραγοριτών. Το 1946 η Πανελλήνιος Ομοσπονδία Πωλησάντων Ακίνητα επί Κατοχής εμφάνισε ένα «Υπόμνημα περί ακυρώσεως των αγοραπωλησιών ακινήτων» όπου κατέγραψε χιλιάδες περιπτώσεις. Με κυβερνητική απόφαση απαγορεύτηκε κάθε πράξη επί των επίδικων περιουσιών για να καταλήξει μετεμφυλιακά (1949) σε μια λύση: οι μεγάλες ιδιοκτησίες δεν άλλαξαν χέρια, ενώ για τις μικρομεσαίες μπορούσε να απευθυνθεί ο πωλητής στα δικαστήρια. Η δικαστική διαδικασία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1951 με πολλές περιπέτειες και εξωδικαστικούς συμβιβασμούς (περισσότερα για το θέμα, με πολλά στοιχεία και παραδείγματα στη μεταπτυχιακή εργασία του δασκάλου Παναγιώτη Σάμιου «Η Μαύρη Αγορά και οι ακίνητες περιουσίες που άλλαξαν χέρια την περίοδο της Κατοχής»).

Εβραίοι

Η μαύρη σκιά των συνεργατών απαλύνεται ωστόσο από τη λαμπρή δράση δικτύων αλληλεγγύης στην κατοχική Αθήνα (και Ελλάδα).

Το κυνήγι των «υπανθρώπων» από τους ναζιστές σύμφωνα με τους «Νόμους της Νυρεμβέργης» άλλαξε την πληθυσμιακή σύνθεση μεγάλων αστικών κέντρων: Θεσσαλονίκη, Γιάννενα, Βόλος και Εύβοια φέρ’ ειπείν «άδειασαν» από εβραϊκούς πληθυσμούς ενώ στην Αθήνα οι 3.000 προπολεμικά εβραίοι έφτασαν σε 4.930 μετά τον πόλεμο τη στιγμή που μεσολάβησε ο απηνής διωγμός τους και η εξόντωση πολλών στα στρατόπεδα της «τελικής λύσης».

«Αυτό οφείλεται στο γεγονός της έλευσης στην πόλη διωκόμενων Εβραίων από άλλες περιοχές της Ελλάδας, αλλά και της Ευρώπης» επισημαίνει ο ιστορικός Κλέων Ιωαννίδης και εξηγεί: «Είτε απλοί άνθρωποι που αποφάσιζαν να δώσουν κρησφύγετο στους διωκόμενους συνανθρώπους τους, χωρίς να υπολογίζουν τον κίνδυνο της πιθανής εκτέλεσης αν εντοπιζόταν (“Όχι, πρέπει να μείνετε. Γιατί, παιδί μου, γιατί οι δικές μας ζωές να είναι πιο πολύτιμες από τις δικές σας;” είπε στον Αλφρέδο Κοέν ο χριστιανός γείτονάς του που τον έκρυβε), είτε δομές αλληλέγγυων που επίσης ρίσκαραν πολλά για να σώσουν ζωές, όπως η Αστυνομία του Άγγελου Έβερτ, η Εκκλησία του Αρχιεπίσκοπου Δαμασκηνού και οι αντιστασιακές οργανώσεις, κυρίως το ΕΑΜ».

Παρ’ όλα αυτά, περίπου 1.000 – 1.500 εβραίοι της Αθήνας συγκεντρώθηκαν στις 23 Μαρτίου 1944 στη Συναγωγή. Τους μετέφεραν στο Χαϊδάρι και από εκεί στα κρεματόρια του Άουσβιτς.

Λύτρωση

Η 12η Οκτωβρίου 1944 ήταν ημέρα γιορτής. Ο λαός πλημμύρισε τους δρόμους πανηγυρίζοντας που επέζησε από αυτή τη ναζιστική θηριωδία. Ξημέρωνε μια άλλη Ελλάδα, ελεύθερη. Οι πολιτικοί σχεδιασμοί σε επίπεδο Συμμάχων και πολιτικών κομμάτων ωστόσο έριξαν την πρωτεύουσα πρώτα (Δεκεμβριανά) και την Ελλάδα στο τούνελ της εμφύλιας διαμάχης. Ένα κεφάλαιο ιστορίας ξεχωριστό μα τόσο αλληλένδετο με την κατοχική περίοδο…

http://www.tovima.gr

Recommended For You