Ευσέβιος — «Ο Πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας». Τι δεν γνωρίζαμε γι’ αυτόν…

Ο Ευσέβιος είναι γνωστός για το έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία, το οποίο χαίρει μεγάλης εκτίμησης. Οι δέκα τόμοι του, που εκδόθηκαν περίπου το 324 Κ.Χ., θεωρούνται η σημαντικότερη εκκλησιαστική ιστορία που γράφτηκε στην αρχαιότητα.

Στη Σύνοδο της Νίκαιας, το έτος 325 Κ.Χ. «προήδρευε ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος αυτοπροσώπως», αναφέρει Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα, «κατευθύνοντας ενεργά τις συζητήσεις, και πρότεινε προσωπικά την κρίσιμη επίσημη διατύπωση που εξέφραζε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του Χριστού και του Θεού και η οποία περιεχόταν στο σύμβολο πίστης που εκδόθηκε από τη σύνοδο, δηλαδή “ομοούσιος τω Πατρί”.

Το έτος 325 Κ.Χ., ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συγκάλεσε όλους τους επισκόπους στη Νίκαια. Σκοπός του ήταν να τακτοποιήσει το ευρέως αμφιλεγόμενο ζήτημα της σχέσης του Θεού με τον Γιο του. Ανάμεσα στους παρόντες ήταν ο άνθρωπος ο οποίος θεωρείται ο πιο πολυμαθής της εποχής του, ο Ευσέβιος της Καισάρειας. Ο Ευσέβιος είχε μελετήσει τις Γραφές επιμελώς και ήταν υπερασπιστής του Χριστιανικού μονοθεϊσμού.

Στη Σύνοδο της Νίκαιας, «προήδρευε ο Κωνσταντίνος αυτοπροσώπως», αναφέρει Η Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα (The Encyclopædia Britannica), «κατευθύνοντας ενεργά τις συζητήσεις, και πρότεινε προσωπικά . . . την κρίσιμη επίσημη διατύπωση που εξέφραζε τη σχέση που υπάρχει μεταξύ του Χριστού και του Θεού και η οποία περιεχόταν στο σύμβολο πίστης που εκδόθηκε από τη σύνοδο, δηλαδή “ομοούσιος τω Πατρί” . . . Κυριευμένοι από δέος για τον αυτοκράτορα, οι επίσκοποι, με δύο μόνο εξαιρέσεις, υπέγραψαν το σύμβολο της πίστης, πολλοί μάλιστα ενάντια στις δικές τους απόψεις». Ήταν άραγε ο Ευσέβιος ανάμεσα σε αυτές τις εξαιρέσεις; Τι μπορούμε να μάθουμε από τη στάση που διακράτησε; Ας δούμε το παρελθόν του Ευσέβιου—τα διαπιστευτήριά του καθώς και τα επιτεύγματά του.

Τα Αξιοσημείωτα Συγγράμματά Του

Ο Ευσέβιος γεννήθηκε πιθανότατα στην Παλαιστίνη γύρω στο 260 Κ.Χ. Σε νεαρή ηλικία, συνδέθηκε με τον Πάμφιλο, έναν επίσκοπο της εκκλησίας στην Καισάρεια. Φοίτησε στη θεολογική σχολή του Παμφίλου, όπου έγινε ένθερμος σπουδαστής. Χρησιμοποιούσε επιμελώς την πλούσια βιβλιοθήκη του Παμφίλου. Ο Ευσέβιος αφοσιώθηκε στις σπουδές του, κυρίως στη μελέτη της Γραφής. Έγινε επίσης επιστήθιος φίλος του Παμφίλου και αργότερα αποκαλούσε τον εαυτό του «Ευσέβιος ο Παμφίλου».

Αναφορικά με τις προσδοκίες του, ο Ευσέβιος δήλωσε: «Έχω σκοπό να γράψω μια αφήγηση για τη διαδοχή των αγίων Αποστόλων καθώς και για τον καιρό που έχει μεσολαβήσει από την ημέρα του Σωτήρα μας μέχρι και τις δικές μας ημέρες, να εξιστορήσω πώς λέγεται ότι συνέβησαν πολλά και σπουδαία γεγονότα στην ιστορία της εκκλησίας και, επιπλέον, να αναφέρω όσους είχαν θέση εξουσίας και προΐσταντο στην εκκλησία στις πιο εξέχουσες ενορίες και όσους σε κάθε γενιά έχουν διακηρύξει το θεϊκό λόγο είτε προφορικώς είτε γραπτώς».

Ο Ευσέβιος είναι γνωστός για το έργο του Εκκλησιαστική Ιστορία, το οποίο χαίρει μεγάλης εκτίμησης. Οι δέκα τόμοι του, που εκδόθηκαν περίπου το 324 Κ.Χ., θεωρούνται η σημαντικότερη εκκλησιαστική ιστορία που γράφτηκε στην αρχαιότητα. Ως αποτέλεσμα αυτού του επιτεύγματος, ο Ευσέβιος έγινε γνωστός ως ο πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας.

Εκτός από την Εκκλησιαστική Ιστορία, ο Ευσέβιος έγραψε το Χρονικόν, σε δύο τόμους. Ο πρώτος τόμος ήταν μια επιτομή της παγκόσμιας ιστορίας. Τον τέταρτο αιώνα, αποτέλεσε το βασικό κείμενο για αναφορά στην παγκόσμια χρονολόγηση. Ο δεύτερος τόμος παρέθετε ημερομηνίες ιστορικών γεγονότων. Χρησιμοποιώντας παράλληλες στήλες, ο Ευσέβιος έδειχνε τη διαδοχή των βασιλιάδων διαφόρων εθνών.

Ο Ευσέβιος έγραψε δύο άλλα ιστορικά έργα, τα οποία έφεραν τους τίτλους Περί των εν Παλαιστίνη Μαρτυρησάντων και Εις τον Βίον του Μακαρίου Κωνσταντίνου. Το πρώτο καλύπτει τα έτη 303-310 Κ.Χ. και ασχολείται με όσους υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο εκείνη την περίοδο. Ο Ευσέβιος θα μπορούσε να είναι αυτόπτης μάρτυρας αυτών των γεγονότων. Το δεύτερο έργο, το οποίο κυκλοφόρησε σε μια σειρά τεσσάρων βιβλίων μετά το θάνατο του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου το 337 Κ.Χ., περιείχε πολύτιμες ιστορικές λεπτομέρειες. Αντί να αποτελεί απροκατάληπτη ιστορία, είναι κατά κύριο λόγο εγκώμιο.

Ανάμεσα στα απολογητικά έργα του Ευσέβιου ανήκει και η απάντηση στον Ιεροκλή—έναν Ρωμαίο κυβερνήτη της εποχής του. Όταν ο Ιεροκλής έγραψε κατά των Χριστιανών, ο Ευσέβιος απάντησε υπερασπίζοντάς τους. Επιπλέον, υποστηρίζοντας τη θεϊκή προέλευση των Γραφών, έγραψε 35 βιβλία, ένα έργο που θεωρείται το πιο σπουδαίο και πιο προσεγμένο του είδους του. Στα πρώτα 15 βιβλία προσπαθεί να προασπίσει την αποδοχή των εβραϊκών ιερών συγγραμμάτων από τους Χριστιανούς. Τα άλλα 20 παρέχουν αποδείξεις για το ότι οι Χριστιανοί έχουν δίκιο να προχωρούν πέρα από τις διατάξεις των Ιουδαίων και να υιοθετούν νέες αρχές και συνήθειες. Όλα μαζί αυτά τα βιβλία παρουσιάζουν μια περιεκτική υπεράσπιση της Χριστιανοσύνης όπως την αντιλαμβανόταν ο Ευσέβιος.

Ο Ευσέβιος, ο οποίος έζησε σχεδόν 80 χρόνια (περ. 260-περ. 340 Κ.Χ.), ήταν ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της αρχαιότητας. Τα συγγράμματά του περιέχουν τα γεγονότα των πρώτων τριών αιώνων μέχρι την εποχή του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Στο τελευταίο τμήμα της ζωής του, το έργο του ως συγγραφέα συνδυάστηκε με τη δράση του ως επισκόπου της Καισάρειας. Αν και είναι περισσότερο γνωστός ως ιστορικός, ο Ευσέβιος ήταν επίσης απολογητής, τοπογράφος, κήρυκας, κριτικός και συγγραφέας εξηγητικών έργων.

Το Διπλό Κίνητρό Του

Γιατί επιδόθηκε ο Ευσέβιος στη συγγραφή τέτοιων άνευ προηγουμένου τεράστιων έργων; Η απάντηση βρίσκεται στην πεποίθηση που είχε ότι ζούσε σε περίοδο μετάβασης προς μια νέα εποχή. Πίστευε ότι στη διάρκεια των προηγούμενων γενεών είχαν λάβει χώρα βαρυσήμαντα γεγονότα και ότι ήταν αναγκαίο να υπάρχει κάποιο γραπτό υπόμνημα για τις μελλοντικές γενιές.

Ο Ευσέβιος είχε και έναν επιπρόσθετο σκοπό—εκείνον του απολογητή. Πίστευε ότι η Χριστιανοσύνη είχε θεϊκή προέλευση. Υπήρχαν όμως μερικοί που αντιτίθονταν σε αυτή την άποψη. Ο Ευσέβιος έγραψε: «Έχω επίσης σκοπό να παραθέσω τα ονόματα και τον αριθμό εκείνων που, εξαιτίας της αγάπης τους για νεωτερισμούς, έχουν υποπέσει στα μέγιστα σφάλματα—καθώς και τη συχνότητα με την οποία έχει συμβεί αυτό—και οι οποίοι διακηρύσσοντας ότι έχουν ανακαλύψει την ψευδώς αποκαλούμενη γνώση έχουν αποδεκατίσει αμείλικτα το ποίμνιο του Χριστού σαν άγριοι λύκοι».

Θεωρούσε ο Ευσέβιος τον εαυτό του Χριστιανό; Προφανώς ναι, εφόσον αναφέρθηκε στον Χριστό ως «Σωτήρα μας». Ο ίδιος δήλωσε: «Πρόθεσή μου είναι . . . να εξιστορήσω τα δεινά που επήλθαν άμεσα σε ολόκληρο το Ιουδαϊκό έθνος για τις πλεκτάνες τους εναντίον του Σωτήρα μας και να καταγράψω τους τρόπους και τις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει δεχτεί επίθεση ο θεϊκός λόγος από τους Εθνικούς, καθώς και να περιγράψω το χαρακτήρα όσων, σε διάφορες περιόδους, έχουν αγωνιστεί για αυτόν [το λόγο] χύνοντας αίμα και υφιστάμενοι βασανιστήρια, καθώς και τις ομολογίες που έχουν γίνει στις ημέρες μας και τη φιλεύσπλαχνη και στοργική βοήθεια που έχει παράσχει σε όλους αυτούς ο Σωτήρας μας».

Η Επισταμένη Έρευνά Του

Ο αριθμός των βιβλίων που είχε διαβάσει προσωπικά ο Ευσέβιος και στα οποία αναφέρθηκε είναι τεράστιος. Μόνο μέσω των συγγραμμάτων του έγιναν γνωστά πολλά επιφανή άτομα των πρώτων τριών αιώνων της Κοινής Χρονολογίας. Στα συγγράμματά του και μόνο υπάρχουν χρήσιμες πληροφορίες που δεν συναντώνται αλλού και οι οποίες ρίχνουν φως σε σημαντικά ρεύματα. Αυτά βασίζονται σε πηγές γνώσης που δεν είναι πλέον διαθέσιμες.

Ο Ευσέβιος συγκέντρωνε την ύλη του με επιμέλεια και σχολαστικότητα. Φαίνεται ότι προσπαθούσε επισταμένα να κάνει διάκριση ανάμεσα σε αξιόπιστες και αναξιόπιστες αναφορές. Εντούτοις, το έργο του δεν είναι αλάνθαστο. Μερικές φορές, παρερμηνεύει ή ακόμη παρανοεί κάποιους ανθρώπους και τις πράξεις τους. Στη χρονολόγηση, ορισμένες φορές είναι ανακριβής. Επίσης, ο Ευσέβιος δεν είχε την ικανότητα να παρουσιάζει την ύλη του με γλαφυρό τρόπο. Ωστόσο, παρά τις εμφανείς ελλείψεις, πολλά έργα του θεωρούνται ανεκτίμητοι θησαυροί.

Αγαπούσε την Αλήθεια;

Ο Ευσέβιος ενδιαφερόταν για το ανεπίλυτο ζήτημα της σχέσης μεταξύ Πατέρα και Γιου. Υπήρχε ο Πατέρας πριν από τον Γιο, όπως πίστευε ο Ευσέβιος; Ή συνυπήρχε ο Πατέρας με τον Γιο; «Αν συνυπάρχουν», ρώτησε, «πώς θα είναι Πατέρας ο Πατέρας και Γιος ο Γιος;» Υποστήριζε μάλιστα την πεποίθησή του με Γραφικές παραπομπές, παραθέτοντας τα εδάφια Ιωάννης 14:28, που λέει ότι “ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος από τον Ιησού”, και Ιωάννης 17:3, όπου αναφέρεται ότι ο Ιησούς είναι εκείνος τον οποίο “απέστειλε” ο μόνος αληθινός Θεός. Αναφερόμενος στα εδάφια Κολοσσαείς 1:15 και Ιωάννης 1:1, ο Ευσέβιος ανέπτυξε το επιχείρημα ότι ο Λόγος είναι «η εικόνα του αόρατου Θεού»—ο Γιος του Θεού.

Το εκπληκτικό, όμως, είναι ότι στη λήξη της Συνόδου της Νίκαιας, ο Ευσέβιος υποστήριξε την αντίπαλη άποψη. Σε αντίθεση με τη Γραφική του θέση, ότι ο Θεός και ο Χριστός δεν ήταν συνυπάρχοντα ίσα πρόσωπα, ταυτίστηκε με τον αυτοκράτορα.

Το Μάθημα που Διδασκόμαστε

Γιατί ενέδωσε ο Ευσέβιος στη Σύνοδο της Νίκαιας και υποστήριξε ένα αντιγραφικό δόγμα; Μήπως είχε κάποιους πολιτικούς στόχους υπόψη του; Γιατί παρευρέθηκε στη σύνοδο; Μολονότι προσκλήθηκαν όλοι οι επίσκοποι, μόνο λίγοι—300—παρευρέθηκαν τελικά. Μήπως ο Ευσέβιος ενδιαφερόταν να διατηρήσει την κοινωνική του θέση; Και γιατί τον είχε σε μεγάλη υπόληψη ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος; Ο Ευσέβιος καθόταν στα δεξιά του αυτοκράτορα στη διάρκεια της συνόδου.

Προφανώς, ο Ευσέβιος αγνόησε την απαίτηση του Ιησού ότι οι ακόλουθοί Του “δεν έπρεπε να είναι μέρος του κόσμου”. (Ιωάννης 17:16· 18:36) «Μοιχαλίδες, δεν γνωρίζετε ότι η φιλία με τον κόσμο είναι έχθρα με τον Θεό;» ρώτησε ο μαθητής Ιάκωβος. (Ιακώβου 4:4) Και πόσο κατάλληλη είναι η νουθεσία του Παύλου: «Μην μπαίνετε άνισα κάτω από τον ίδιο ζυγό με απίστους»! (2 Κορινθίους 6:14) Είθε εμείς να παραμένουμε αποχωρισμένοι από τον κόσμο καθώς “λατρεύουμε [τον Πατέρα] με πνεύμα και αλήθεια”.—Ιωάννης 4:24.

πηγή

Recommended For You