Αι αντιπειθαρχικαί υπογεγραμμέναι στρατιωτικές αναμνήσεις στην Παλιά Αθήνα

Αι αντιπειθαρχικαί υπογεγραμμέναι… (στρατιωτικές αναμνήσεις στην Παλιά Αθήνα)

Μια που θίξαμε τόσους χώρους, ας μην αφήσουμε απέξω και το στρατό! Πως μπορούμε άλλωστε να τον αγνοήσουμε με τόσους πολέμους κι επιστρατεύσεις που ΄γιναν εκείνες τις ταραγμένες περιόδους;

Ας μας συγχωρήσουν οι θηλυκοί αναγνώστες, αλλά το αντικείμενο ασκεί μια παράξενη γοητεία, ίσως και νοσταλγία, σε πολλούς άρρενες. Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας “Χρόνος” θυμάται κάποια γεγονότα της στρατιωτικής του θητείας και μαζί μ’αυτόν, παίρνουμε κι εμείς μια μικρή γεύση της καθημερινότητας στο τάγμα.

«Ήτο ενθυμούμαι η τρίτη ημέρα αφ’ότου κατετάχθην. Κουρασμένος όπως ήμουν εκ των ασκήσεων της ημέρας, εκαθήμην εις το προαύλιον του στρατώνος καπνίζων εν σιγάρον. Έξαφνα επέρασεν εμπρός μου ο επιλοχίας με το αγκιστροειδές μουστάκι του, φυσών ως λοκομοτίβα, έκαμεν ολίγα βήματα προς την είσοδον του στρατώνου και στραφείς αποτόμως παρετήρησε προς το μέρος μου. Ηγέρθην, έφερα την χείρα μου εις τον γείσον του πηλικίου μου και ανέμενον εις στάσιν προσοχής:

-Έλα εδώ! μου λέγει

Εβάδισα προς αυτόν, εξακολουθών να έχω την χείρα επί του γείσου του πηλικίου και εις απόστασιν πέντε βημάτων ενώπιόν του εσταμάτησα, αναμένων διαταγάς του.
-Πόθεν είσαι;
-Είμαι από την Αθήνα.
-Τι επάγγελμα έχεις;
-Τίποτε.
-Πως τίποτε;
-Τίποτε ακόμη… τώρα ετελείωσα το Γυμνάσιον.
-Μπα! ετελείωσες το Γυμνάσιο;
-Μάλιστα κύριε επιλοχία!
-Ώστε ξέρεις να γράφης;
-Οπωσδήποτε.
-Γράφεις εύμορφα;
-Αρκετά!
-Έλα μέσα στο γραφείο.


Τον ηκολούθησα εις το γραφείον του Λόχου. Εξέζωσε και εκρέμασε το ξίφος του, σφυρίζων κάποιο σάλπισμα και εξηπλώθη έπειτα εις εν κάθισμα, αφού με διέταξε να καθήσω και εγώ εις το αντικρυστόν κάθισμα, πλησίον μιας τραπέζης, εφ’ης υπήρχον εν μελανοδοχείον, δυο-τρεις κονδυλοφόροι, εις χάραξ και ολίγα φύλλα χάρτου, εσκορπισμένα. Δίπλα μου εις άλλην τράπεζαν έγραφε κάποιος δεκανεύς.

-Ώστε γράφεις καλά; με ερωτά πάλιν.
-Ολίγον…
-Το λοιπόν… πάρε τον χάρακα και χαράκωσε αυτά τα φύλλα.
Επήρα τον χάρακα και ήρχισα την εργασίαν, ενώ αυτός ανοίξας ένα κανονισμόν ήρχισε ν’αναγιγνώσκη μεγαλοφώνως.
-Κύριε επιλοχία, του λέγει ο παραπλεύρως μου γράφων δεκανεύς, κάνω λογαριασμούς και θα κάμω λάθος… Να πάω απ’έξω να γράψω;
-Αυτό που είπες, Ξυδούσ’ -ο δεκανεύς ωνομάζετο Ξυδούσης- είνε απείθεια κατ’ανουτέρου! Γι’αυτό σε τιμωρώ…
-Κύριε επιλοχία…

-Σιουπή! Αναντιρρήσεις δε δέχουμαι. Τετραήμερος περιορισμός!…
Ο δεκανεύς εκάθησε πάλιν και ο επιλοχίας εν οργή απηυθύνθη προς εμέ:
-Δεν ετελείωσες ακόμα το χαράκωμα; Αυτά τα γράμματα ξέρεις; Άσσε τα τώρα! Μούτζωνέ τα! Πάρε την πέννα και γράψε.
Επήρα την πέννα και ανέμενα:
-Δίπλωσε την κόλα… Εν ημικλείστω… εν ημικλείστω…
-Έτοιμη κύριε επιλοχία.
-Το λοιπόν γράφε.
Υπηγόρευσε δέκα-δεκαπέντε λέξεις τροχάδην και έπειτα ήρχισε να σκέπτεται. Φαίνεται ότι κάποιαν λέξιν δεν ενεθυμείτο.
-Τα έγραψες αυτά που είπα; με ερωτά.
-Τα έγραψα.
-Για να δω πως γράφεις;
Εσηκώθη και πλησιάσας ήρχισε να παρατηρή τα όσα έγραψα, στρίβων το μουστάκι του.
-Μμμ… δείγμα γραφής… Έτσι κι’ έτσι… αυτά τι είνε;
-Ποια;
-Αυτά που βάζεις κάτω από τα γράμματα…
-Ποια γράμματα;
-Κάτω από το η, το α… Αυτές η γραμμίτσες.
-Είνε υπογεγραμμέναι.
-Τι;
-Υπογεγραμμέναι… είνε υποτακτική…
-Βρε καλαμαρά, που σ’έχω ‘δω! Μη θαρρείς πως γράφεις στον πατέρα σου; Αυτά δεν επιτρέπονται εδώ! Όταν γράφεις προς ανωτέρα Αρχή, αυτά να μη τα βάζης, γιατί είνε αντιπειθαρχικά!».
(Οκτώβριος 1904, εφημερίς Χρόνος, υπογράφει ο “Γρ.”)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Recommended For You