Όψεις του Δουργουτιού στην τέχνη και την λογοτεχνία

Στενορύμια και παράγκες, Όνειρα και θρύλοι:  Όψεις του Δουργουτιού στην τέχνη και την λογοτεχνία

Σύμφωνα με την Τόνια Καφετζάκη, η Μικρασιατική Καταστροφή αλλά και η είσοδος του προσφυγικού ρεύματος, αποτελούν το καθοριστικότερο ιστορικό πλαίσιο για την λογοτεχνική γενιά του Μεσοπολέμου, ενώ αντιλάλους τους συνεχίζουμε να βρίσκουμε και στους λογοτέχνες επόμενων γενεών. Η «προσφυγική λογοτεχνία» έχει ως αντικείμενο είτε την αναπόληση της παλαιάς πατρίδας, είτε το χρονικό και την περιπέτεια του ξεριζωμού και της μετακίνησης είτε, τέλος, την εγκατάσταση στην καινούρια πατρίδα.

Από τους παλαιότερους προσφυγικούς συνοικισμούς της ευρύτερης Αθήνας, το Δουργούτι του Νέου Κόσμου, τόπος εγκατάστασης προσφύγων ήδη από το 1921, αντανακλάται σε διάφορα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, με αξιοσημείωτες μάλιστα διαφορές ως προς τα κίνητρα, τον τρόπο και το ύφος της εκάστοτε απεικόνισης. Έτσι κι αλλιώς, η είσοδος των προσφύγων αποτέλεσε ίσως τον καθοριστικότερο παράγοντα του αστικού μετασχηματισμού της Αθήνας κατά τον Μεσοπόλεμο, καθιστώντας τις αναπαραστάσεις του Δουργουτιού στην λογοτεχνία, αλλά και την τέχνη γενικότερα, εξαιρετικά ενδιαφέρουσες.

Το Δουργούτι ως τόπος

Οι λογοτεχνικές αναφορές του Δουργουτιού ως περιβάλλον στο οποίο εξελίσσονται οι εκάστοτε ιστορίες μοιραία λαμβάνει τη μορφή (ελλιπούς) καταλογογράφησης. Ανάμεσα στις χαρτογραφήσεις του Δουργουτιού ως λογοτεχνικού σκηνικού συναντάμε «Του Κύκλου τα Γυρίσματα» της Μαρίας Ιορδανίδου (το έργο της οποίας ούτως η άλλως είναι δεμένο με την εξιστόρηση της «καινούριας πατρίδας»), αλλά αυτή που ξεχωρίζει είναι η σύντομη παρουσία του Δουργουτιού στο «Κιβώτιο» του Άρη Αλεξάνδρου. Η σκηνογραφία δεν αφορά την γειτονιά στο σύνολο της, παρά το εσωτερικό ενός προσφυγικού της διαμερίσματος, αντίστοιχο με το διαμέρισμα των παιδικών χρόνων του Αλεξάνδρου, με τον «Αλέκο» του Κιβωτίου να αποτελεί πιθανότητα ένα εναλλακτικό προσωπείο του συγγραφέα. Στην ίδια κατηγορία μπορούν να ενταχθούν και οι λογοτεχνικά επεξεργασμένες μαρτυρίες που αφορούν στην περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης στην, ούτως ή άλλως ιστορικά φορτισμένη γειτονιά του Δουργουτιού, με την έννοια ότι ο τόπος είναι απλώς παρών, προκειμένου να ξετυλιχτεί το νήμα της ιστορίας.

 

Πέρα από τις περιπτώσεις που το Δουργούτι αποτελεί τον τόπο στον οποίο τοποθετείται η αφήγηση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιπτώσεις που η γειτονιά «βγαίνει μπροστά», αποκτώντας ξεχωριστή, πρωταγωνιστική οντότητα. Στεκόμαστε σε τέσσερις ολότελα διαφορετικές, αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αντανακλάσεις του Δουργουτιού στην ελληνική αλλά και την διεθνή λογοτεχνία.Το Δουργούτι ως ξεχωριστή οντότητα

Λιγότερο γνωστή, αλλά αξιόλογη απόδοση του Δουργουτιού στην λογοτεχνία αποτελεί η αφήγηση της Πέπης Δαράκη. Καρπός μια περιοδείας της συγγραφέα, ως υποψήφιας δημοτικής συμβούλου, στις προσφυγικές γειτονιές της μείζονος Αθήνας, το διήγημα «Μας έφτυσε» προσπαθεί να αποτυπώσει τον χώρο και την καθημερινότητα της γειτονιάς με πνεύμα που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως και ηθογραφικό. Η ιδιότητα της Δαράκη και ο σχεδόν «στρατευμένος» τόνος που διαπνέει το διήγημα σίγουρα στάθηκαν καθοριστικοί παράγοντες για το συνολικό του αποτέλεσμα, ωστόσο ακόμα και σήμερα λειτουργεί ως ένα ξεχωριστό, όσο και ασυνήθιστο, δείγμα για την εικόνα του Δουργουτιού στην λογοτεχνία.

Στον αντίποδα της Δαράκη στέκονται οι πασίγνωστες περιγραφές του Henry Miller. Επισκεπτόμενος το Δουργούτι στην αυγή της δεκαετίας του 1940, ο Miller δίνει έναν παραμυθένιο, σίγουρα εξιδανικευμένο, τόνο στην περιγραφή της προσφυγικής συνοικίας, καθώς παρά την δεδομένη φτώχια και υποβάθμιση, προτιμά να προσεγγίσει το Δουργούτι ιδεαλιστικά, καταφέρνοντας να συνδέσει σε λίγες γραμμές τα «άθλια καλύβια» των προσφύγων με αριστουργήματα της παγκόσμιας ζωγραφικής. Η ματιά του Miller μένει πιστή στο ταξιδιωτικό βλέμμα που χαρακτηρίζει ολόκληρο τον «Κολοσσό του Μαρουσιού»: είναι η οπτική ενός τρίτου, αποστασιοποιημένου παρατηρητή, που θελγμένος από αυτά που συμβολίζει (ή, σωστότερα, που θα ήθελε ο ίδιος να συμβολίζει) το ταξίδι του, δίνει το εύνασμα για το πέρασμα στον μύθο ακόμα και των πιο απλών, καθημερινών πραγμάτων.

Το Δουργούτι, ως χώρος και τόπος, λαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο και σε τμήματα του αφηγήματος «Η γιαγιά μου η Κλειώ και οι ρίζες μας» της Σούλας Ευσταθιάδου. Κινούμενο ανάμεσα στην βιωματική προφορική μαρτυρία και στο λογοτέχνημα που προκύπτει από την επεξεργασία της, το βιβλίο της Ευσταθιάδου διασώζει περιγραφές του Δουργουτιού από την σκοπιά του «άμεσα εμπλεκόμενου», δηλαδή της προσφυγοπούλας στην οποία ουσιαστικά η γειτονιά χρωστά την ύπαρξή της. Παρά το ρεαλιστικό και (μοιραία) «ντοκιμαντερίστικο» ύφος του, το βιβλίο σαφώς κλίνει προς την πλευρά της λογοτεχνίας παρά τις ιστορικής μαρτυρίας, παραμένοντας παράδειγμα λογοτεχνικής αποτύπωσης της γειτονιάς «από τα μέσα».

Φτάνοντας σε πιο σύγχρονα δείγματα, δεν μπορούμε να παραλείψουμε τον «Περίκλειστο Κόσμο» του Χρήστου Χρυσόπουλου, ίσως το χαρακτηριστικότερο δείγμα λογοτεχνίας στην οποία βασικός πρωταγωνιστής είναι η ίδια η γειτονιά. Κάτοικος και ο ίδιος του Δουργουτιού, ο Χρυσόπουλος μοιάζει να καθοδηγεί τις ιστορίες του με γνώμονα περισσότερο τον τόπο στον οποίο διαδραματίζονται και λιγότερο τους ανθρώπους που κινούνται στα όριά του, καθιστώντας την συνοικία, τα κτήρια, τις πλατείες και τους δρόμους ουσιαστικά σημεία κλειδιά για την εξέλιξη του δράματος, σε όλες τις μικρότερες ενότητες που αποτελούν το βιβλίο.


Η γειτονιά στα καθημερινά μυθιστορήματα των εφημερίδων.

Στεκόμενοι ενδεικτικά σε δυο αθηναϊκά αστυνομικά μυθιστορήματα που δημοσιεύτηκαν την δεκαετία του ‘60 σε καθημερινές εφημερίδες, τον «Ίλιγγο» του Γιάννη Μαρή στην «Βραδινή» του 1961 και το «Γυναικείο χέρι πυροβόλησε» του Δημήτρη Γιαννουκάκη στο «Εμπρός» του 1968, μπορούμε να κάνουμε ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις σχετικά με την χρήση του Δουργουτιού ως σκηνικού στο συγκεκριμένο παρακλάδι της λογοτεχνίας. Τόσο στον «Ίλιγγο», όσο και στο «Γυναικείο Χέρι», η αποτύπωση του χώρου είναι τηλεγραφική, σε αντίθεση με τις αρκετά εκτενείς χωρικές περιγραφές που αφορούν άλλα σημεία της ευρύτερης Αθήνας, ενώ η χρήση ταυτόσημη, ως καταφύγιο φτωχοδιάβολων μικροαπατεώνων, των τελευταίων τροχών της αμάξης, που συνεργάζονται πρόθυμα με τις Αρχές, είτε από ειλικρινή μεταμέλεια είτε από φόβο. Έχει ενδιαφέρον να αντιπαραβάλλει κανείς τις αποτυπώσεις του Δουργουτιού στον Μαρή και τον Γιαννουκάκη με την σχετική με το Δουργούτι ειδησεογραφία, καθώς αν εξαιρέσει κανείς τα εκλογικά ρεπορτάζ και τις σποραδικές ειδήσεις σχετικά με το ζήτημα της προσφυγικής στέγασης, οι ειδήσεις γύρω από το Δουργούτι περιστρέφονται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από θέματα αστυνομικής φύσης κατά κανόνα ήσσονος σημασίας (καυγάδες μέθυσων, μαχαιρώματα, εγκλήματα τιμής, αυτοκτονίες), με ιδιαίτερα τονισμένη ανά περίπτωση την προσφυγική καταγωγή θυτών και θυμάτων. Αν και δύο μυθιστορήματα μέσα στον καταιγισμό παρόμοιων δημοσιεύσεων της περιόδου δεν αποτελούν επαρκές δείγμα, μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε (παρά το στρατευμένο, αριστερό παρελθόν του Μαρή) ότι η απεικόνιση του Δουργουτιού στην καθημερινής κατανάλωσης αθηναιογραφία αντανακλά περισσότερο το φαντασιακό της αστικής τάξης σχετικά με το Δουργούτι παρά την πραγματική καθημερινότητα της γειτονιάς.

Ίδιου ίσως πνεύματος με τις αναφορές της λαϊκής λογοτεχνίας είναι και οι ελλειπτικές αναφορές του Δουργουτιού που συναντάμε σε «κανονικότερα» λογοτεχνήματα. Το Δουργούτι, μέσω κυρίως της αναφοράς του τοπωνυμίου του (και συχνά, μόνον αυτού), μεταβάλλεται σε σύμβολο της φτώχιας, της εξαθλίωσης και των δύσκολων συνθηκών ζωής, σε μια εποχή μάλιστα που οι αντίστοιχες συνοικίες (προσφυγικές ή μη) κάθε άλλο ήταν παρά λιγοστές. Ομαδοποιώντας τις αναφορές της «συμβολοποίησης» του Δουργουτιού, συναντάμε αρκετά ετερόκλητους συγγραφείς, όπως τον Νίκο Τσιφόρο με το «Κόσμος και Κοσμάκης», τον Μποστ, αλλά και τον Στρατή Μυριβήλη στο «Βυσσινί Βιβλίο» του.  Αν ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί απλά το Δουργούτι ως σημείο αναφοράς της λαϊκής Αθήνας, σε αντιδιαστολή μάλιστα με τους «Ζονναράδες», οι περιπτώσεις του Μποστ και του Μυριβήλη είναι ακόμα χαρακτηριστικότερες: στον πρώτο η περιγραφή της συνοικίας απουσιάζει εντελώς, ενώ στον δεύτερο είναι εντελώς επιδερμική, φορτίζοντας ένα τοπωνύμιο με όλο το βάρος των προβλημάτων των λαϊκών συνοικιών της Αθήνας, κάνοντας την με αυτό τον τρόπο να αποκτήσει διακριτή λογοτεχνική υπόσταση, όχι ακριβώς ως τόπος, αλλά κυρίως ως μη-τόπος.Η συνοικία ως σύμβολο της φτώχειας

Το Δουργούτι στον κινηματογράφο

Με παρόμοιο τρόπο, αλλά με πολύ συμβατικότερους τρόπους αφήγησης και με πιο προσγειωμένες καλλιτεχνικές φιλοδοξίες θα χρησιμοποιήσει την συνοικία ο Οδυσσέας Κωστελέτος πέντε χρόνια αργότερα, στην ταινία «Ένας άντρας με φιλότιμο». Παρά τις τεράστιες διαφορές τους, το νήμα που ενώνει τις τρεις ταινίες είναι αφενός η χρήση των παραπηγμάτων ως σκηνικού και αφετέρου, η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην προσφυγική φύση του οικισμού. Αντίθετα, στον «Πρόσφυγα» του Νίκου Φώσκολου, ταινία γυρισμένη το 1969 και εντασσόμενη στο μπαράζ των προσφυγικών ταινιών της δεκαετία του 1960, η παραγκούπολη του Δουργουτιού έχει δώσει την θέση στις νεοανεγερθείσες (τότε) προσφυγικές πολυκατοικίες, στην καθαρτήρια μάλιστα σκηνή της ταινίας. Η προσφυγική ταυτότητα της γειτονιάς (που στον «Πρόσφυγα», όπως και στις άλλες ταινίες, δεν κατονομάζεται) επανέρχεται στο πανί μόνο μετά την λύση του ζητήματος της στέγασης, όταν η ίδια η δομή της συνοικίας έχει εν πολλοίς χαθεί.Χωρίς αμφιβολία, η πλέον γνωστή (και πολυτραγουδισμένη, λόγω της μουσικής του Μάνου Χατζηδάκη) ταινία που αποτυπώνει την γειτονιά του Δουργουτιού είναι η «Μαγική Πόλη» του Νίκου Κούνδουρου. Γυρισμένο το 1954 σε σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, το νεορεαλιστικό φιλμ του Κούνδουρου μοιάζει να εγκαινιάζει την απεικόνιση του φυσικού χώρου της εργατικής τάξης στο σινεμά, με την παραγκούπολη του Δουργουτιού στον ρόλο του σκηνικού και πολλούς από τους πραγματικούς κατοίκους της σε συμπληρωματικούς, μικρούς ρόλους. Το ίδιο ρεαλιστική θα είναι, λίγα χρόνια αργότερα, και η ταινία μικρού μήκους του Κώστα Φέρρη, ένα βιντεο-κλιπ ουσιαστικά, με δυνατά πλάνα από την γειτονιά να ντύνουν το «Μινόρε της αυγής» και τα «Ματόκλαδα σου λάμπουν» του Μάρκου Βαμβακάρη.

Από το σημείο αυτό και μετά, η κινηματογραφική αποτύπωση του Δουργουτιού αφορά σχεδόν αποκλειστικά σκηνογραφικές ευκολίες. Τόσο στον «Άγγελο» του Γιώργου Κατακουζηνού, όσο και σε λιγότερο προβεβλημένα παραδείγματα, όπως η σειρά «Κάθοδος», παραγωγής ΕΤ3, ή το μικρού μήκους φιλμ «Red Sky» του Παναγιώτη Φαφούτη, οι προσφυγικές πολυκατοικίες του Δουργουτίου, τόσο οι μεσοπολεμικές όσο και οι μεταπολεμικές, λειτουργούν ως σκηνικά, εξαιτίας της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας που προκαλούν, τόσο οι ίδιες, όσο και η κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει με τα χρόνια. Ενδεικτικό της τάσης αυτής είναι το γεγονός ότι στην πλειοψηφία των κινηματογραφικών αποτυπώσεων αυτής της κατηγορίας, τα γυρίσματα είναι νυχτερινά, κάτι που ενδεχομένως τονίζει την ατμοσφαιρικότητα του συνοικισμού.

Η απόπειρα της αποτύπωσης του Δουργουτιού στην λογοτεχνία και τον κινηματογράφο φυσικά απέχει από το να χαρακτηριστεί ολοκληρωμένη, καθώς στο χαοτικό πεδίο της ελληνικής προσφυγικής λογοτεχνίας υπάρχουν οπωσδήποτε και άλλα παραδείγματα τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στην παρούσα καταγραφή, ενώ δεν έγινε καθόλου λόγος για την καλλιτεχνική δραστηριότητα που έλαβε χώρα στην ίδια την γειτονιά. Το Δουργούτι έχει να επιδείξει πλήθος λαϊκών καλλιτεχνών, μουσικών και ζωγράφων, αλλά και ποιητών και λογοτεχνών – μια καλλιτεχνική δημιουργία χαμένη στη σκόνη του χρόνου, που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστής έρευνας.

http://omadaasty.blogspot.gr/

 

Recommended For You