Τη δεκαετία του 30 τότε που η Δραπετσώνα ήταν γκέτο

Τη δεκαετία του’30 η Δραπετσώνα ήταν γκέτο, όχι όπως σήμερα που ’χει γίνει Κολωνάκι! Ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς. Σύχναζαν εκεί στους τεκέδες και στα μπουρδέλα των Βούρλων άνθρωποι από κάθε καρυδιάς καρύδι. Τα Βούρλα είχανε 500 πουτάνες και συχνάζανε εκεί όλοι αυτοί του σιναφιού αυτουνού.

Είχα γνωρίσει μια πουτάνα των Βούρλων, που έμενε στα Καρβουνιάρικα, τη Λούση. Αυτοκτόνησε αυτή το ’33, ήτανε μαστουρωμένη και μαχαιρώθηκε, σφάχτηκε μόνη της. Αυτή ήταν η Δραπετσώνα, παράγκες, τεκέδες, εμπόριο ναρκωτικών στο φόρτε, μπουρδέλα, αγαπητικοί, κακοποιοί, λαθρέμποροι, μάγκες, νταήδες, μπερμπάντηδες, πρεζάκηδες, χασικλήδες, μαχαιροβγάλτες, σκυλόμαγκες, ντερβισόπαιδα, αποφάγια μάγκες. Η Ασφάλεια γύριζε μέρα νύχτα και κάθε τόσο έκανε μπλόκο. Τα χρόνια αυτά ήταν φωτιά, για πέντε δεκάρες σκότωναν, έτσι από αγαπητιλίκι ή μαγκιά. Από μικρός, ήμουνα και λιγάκι ζωηρός, μπήκα στην πιάτσα του Περαία. Τότε ήταν η εποχή των κουτσαβάκηδων και των νταήδων. Υπήρχαν οι τεκέδες, που ήταν κρυφοί με κλειστή την πόρτα

Ο Νίκος Μάθεσης, το 1933. Την στιγμή που τον φωτογράφιζαν ήταν μαστουρωμένος

Σ’ αυτόν τον κόσμο μπήκα κι εγώ και προσπάθησα να γίνω από τους πρώτους και καλύτερους μάγκες. Ήθελα να γίνω πρωτοπαλίκαρο κι άρχισα να κάνω κατορθώματα πάνω στη μαγκιά και στο νταηλίκι. Όλοι οι κουτσαβάκηδες και οι νταήδες με υπολόγιζαν. Είχα γίνει πασίγνωστος, με γνωρίζανε κι οι πέτρες και δεν ήμουν μαχαλόμαγκας. Πήγαινα και στις άλλες περιοχές, στα λημέρια που είχαν οι άλλοι μάγκες και τα ’βαζα μαζί τους! Νόμος μου ήταν ο νόμος της μαγκιάς. Γιατί εμείς είχαμε τους δικούς μας νόμους, δικιά μας ταρίφα. Δεν υπολογίζαμε ούτε Θεό και πιο πολύ τους μπάτσους, δεν τους γουστάρω τους μπάτσους. Αυτό που γουστάραμε το κάναμε χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Δε σύχναζα όμως στα χαμαιτυπεία και κάτι τέτοια, ούτε έκανα παρέα με σωματέμπορους, κακοποιούς και κάτι άλλους χάληδες που φοράγανε μια ναυτική φανέλα χειμώνα καλοκαίρι. Είπαμε, έκανα παρέα με μάγκες, με τους μεγαλύτερους μάγκες της εποχής και με κουτσαβάκια που δεν σήκωναν από τους άλλους ούτε χαμόγελο. Ήταν περιβόητοι μάγκες, άντρες ζόρικοι, που τους έτρεμαν όλοι, άντρες που για να τους μιλήσεις έπρεπε να κάνεις μαθήματα ένα μήνα πιο μπροστά στο σπίτι σου γι’ αυτό που θα τους πεις! Πριν τολμήσεις να τα βάλεις μαζί τους έπρεπε να περάσεις να μεταλάβεις από καμιά εκκλησιά!!

Ο σκύλος, μπουλντόγκ συνήθως, ήταν απαραίτητος στους νταήδες και συνόδευε τον αφέντη του παντού. Όποτε πήγαινα στον τεκέ έπαιρνα και τον σκύλο μαζί. Ναργιλέ εγώ ναργιλέ κι σκύλος! Στο τέλος είχε γίνει από τους πρώτους χασικλήδες στον Περαία! Μόλις έφτανα στον τεκέ, πριν προλάβω να μπω μέσα, είχε μπουκάρει ο σκύλος κι άρχιζε να γαβγίζει δυνατά. Ήθελε ναργιλέ! Μόλις έπινε κάνα -δυο ήτανε εντάξει, είχε μαστουρώσει. Ήτανε σκύλος μάγκας, χασικλής. Δεν έπινε ό,τι να ’τανε. Δεν έπινε τα κατακάθια, τις τζούρες, ήθελε να είναι καλό πράμα και πάντα το ναργιλέ με φρέσκια τουμπεκιά!!!!!!!

-Το χόμπι μου, από μικρός ήτανε να ζωγραφίζω και να γράφω στίχους. Το 1930 άρχισα να γράφω τραγούδια για δίσκους. Το πρώτο τραγούδι που γραμμοφώνησα είχε τον τίτλο «Μεσ’ στου Νικήτα τον τεκέ» Χαρμάνης είμαι απ’ το πρωί και πάω να φουμάρω μεσ’ στου Νικήτα τον τεκέ που ’χει το φίνο μαύρο.

-Τότε, όταν έβγαιναν αυτοί οι δίσκοι, η Ασφάλεια μας είχε στη μπούκα, επειδή γράφαμε για ναργιλέδες και για τέτοια. Μια φορά, είχα πάει στο “πανεπιστήμιο” της Δραπετσώνας κι εκεί στη σιδερένια γέφυρα στον Άγιο Διονύση, στα ψυγεία, με πλησίασε ένας μπάτσος της Ασφάλειας και μου είπε : «Δε φτάνει που σας αφήνουμε αβέρτα, μας βάζετε και στα γραμμόφωνα και μας προκαλείτε». Κουβέντα στην κουβέντα, αρπάχτηκα μ’ αυτόνε. Χάλασε ο κόσμος εκείνη τη μέρα. Τον έβρισα άσχημα : «Θα σου βάλω ένα ναργιλέ στον πάτο, ρε πούστη, γαμώ το στέμμα σου» του είπα!

Το 1938 έκανα το φόνο. Υπήρχε ένας μάγκας τότε που ήταν το φόβητρο της Φρεαττύδας. Ήταν άγριος και αιμοβόρος μάγκας φορτωμένος με τσαμπουκάδες και παλιές καταδίκες, είχε χρόνια στη φυλακή. Ήταν σκυλόμαγκας που σκότωνε με το παραμικρό. Άνοιξα μαζί του προηγούμενα σ’ έναν τεκέ και επειδή ήταν κι άλλοι μάγκες μπροστά, τον πείραξε αυτό πολύ και μου το βάστηξε. Έτσι, ήρθε ένα απόγευμα στην Αγορά, στον πάγκο μου, μαζί μ’ έναν ξάδερφό του στρατιώτη που ήταν σεσημασμένος κακοποιός. Μου επιτέθηκαν ξαφνικά χωρίς δεύτερη κουβέντα.

-Ο ξάδερφός του με κράτησε από το δεξί χέρι κι αυτός έβγαλε τη φαλτσέτα και με χτύπησε στο λαιμό, αριστερά και στην ωμοπλάτη. Με πήρανε τα αίματα κι από τον πόνο γονάτισα. Τότε, πριν προλάβουν να μ’ αποτελειώσουν, έβγαλα ένα εξάσφαιρο περίστροφο που είχα, μάρκας “ουνιόν”, και τον πυροβόλησα τέσσερις φορές! Τον βρήκαν δυο σφαίρες και τον σκότωσα. Μεταφέρθηκα στο Τζάνειο σε αφασία, ενώ τον ξάδερφό του τον συνέλαβαν. Αφού γιατρεύτηκα παρέμεινα για λίγο υπόδικος, αλλά βγήκα έξω με εγγύηση και στο Δικαστήριο αθωώθηκα γιατί βρισκόμουν σε άμυνα. Και μετά, τη Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον τάφο του και μαστούριασα και μετά έχεσα! Γιατί το ’χαμε πει, ότι όποιος καθαρίσει από τους δυο θα πάει να χέσει στον τάφο του αλλουνού! Και έτσι έκανα..

Ο Μαρίνος ο Μουστάκιας, ο Σινιακός (όρθιος), ο Κίτσος Σάβας, ο Τζανής ο Ψαράς, ο Μιχάλης Μπεσάκος κι ο Νίκος ο Τρελάκιας, πάνοπλος(με το πιστόλι και το μαχαίρι), ενώ τρώνε στο σπίτι του Μάθεση (1934)

-Σιγά – σιγά ο Περαίας άλλαξε. Ήρθε η εξέλιξη. Οργανώθηκε το λιμάνι του. Καταργηθήκανε οι βαρκάρηδες, φύγανε οι αμαξάδες. Πάνε οι μαούνες που ήταν άσυλο για τους κλέφτες. Τα μπουρδέλα έκλεισαν. Οι τεκέδες έσβησαν. Αμανές δεν ακούγεται τα βράδια στους δρόμους γιατί είναι φωτισμένοι και μπεκρήδες δεν υπάρχουνε. Οι παράγκες των συνοικισμών χάθηκαν και στη θέση τους χτίστηκαν διώροφα και τριώροφα σπίτια. Τα κοτέτσια και τα καταγώγια της Δραπετσώνας γκρεμίστηκαν και υψώθηκαν οκταώροφες πολυκατοικίες. Η Δραπετσώνα! Το Κολωνάκι του Περαία! Ο καθένας τώρα έχει τ’ αυτοκίνητό του και αντί για ούζο ή κρασί η κόκα – κόλα έχει το λόγο… Οι μάγκες και οι ρεμπέτες όμως δεν πρόκειται να χαθούν όσο ο Περαίας είναι λιμάνι. Υπάρχουν, ανακατεύονται μαζί μας, κάθονται δίπλα μας, με άλλη όμως μορφή. Μη περιμένουμε να τους δούμε με τραγιάσκα και ζουνάρι και να λένε τα μάγκικα και κορακίστικά τους. Ζει λοιπόν ο ρεμπέτης δεν πεθαίνει ποτέ γιατί είναι εφτάψυχος. Γιατί περιβόλι δίχως τσουκνίδα και αγρός δίχως αγκάθι δεν υπάρχουν. Λείπει  ο Μάρτης απ’ την Σαρακοστή; Έτσι δεν θα λείψει και το ρεμπέτ – ασκερ!!!!!!

https://www.facebook.com/notes/mpoyzoyki-kai-mpoyzoyksides

Recommended For You