Τελικά, υπάρχει ζωή εκεί έξω;

Η NASA ανακοίνωσε πρόσφατα ότι το διαστημόπλοιο Voyager 1 ταξιδεύει, πλέον, εκτός του ηλιακού μας συστήματος. Μέχρι πού θα φτάσει; Ποια είναι τα μεγάλα μυστήρια του Σύμπαντος; Θα μετοικήσει ο άνθρωπος στο διάστημα; Υπάρχουν εξωγήινοι; Μας απαντά ο αστροφυσικός Διονύσης Π. Σιμόπουλος, διευθυντής στο Ευγενίδειο Πλανητάριο.
Προ ημερών έγραψαν οι εφημερίδες ότι το Voyager 1, που εκτοξεύτηκε το 1977, βγήκε πλέον στον διαστρικό χώρο. Τι σημαίνει αυτό; Πόσο μακριά είναι από τη Γη και για πόσο καιρό θα ταξιδεύει στο Διάστημα;
Πράγματι το Voyager 1 αναχώρησε πλέον από το Ηλιακό μας Σύστημα (την Ηλιόσφαιρα) και βρίσκεται στον διαστρικό χώρο. Κι ενώ στην Ηλιόσφαιρα, τα φορτισμένα σωματίδια του ηλιακού ανέμου κινούνται με πάνω από ένα εκατομμύριο χιλιόμετρα την ώρα, όταν φτάνουν στην Ηλιόπαυση, το εξωτερικό όριο της Ηλιόσφαιρας, η πίεση των εξερχόμενων σωματιδίων του ηλιακού ανέμου και των εισερχόμενων σωματιδίων από τη μεσοαστρική περιοχή εξισορροπούνται. Το γεγονός αυτό συνέβη στις 25 Αυγ. 2012, αλλά χρειάστηκε ένας περίπου χρόνος για να επιβεβαιωθεί, εξ ου και η ανακοίνωση της NASA πριν από ένα μόλις μήνα (στις 12 Σεπτ. 2013:http://www.jpl.nasa.gov/news). Σήμερα (7 Οκτ. 2013) το Voyager ταξιδεύει επί 36 χρόνια και ένα μήνα και βρίσκεται σε απόσταση 18.856.223.500 χλμ. από τη Γη, ενώ απομακρύνεται από τον Ήλιο με ταχύτητα 61.000 χλμ. την ώρα. Τα μηνύματα που μας στέλνει χρειάζονται 17,5 περίπου ώρες για να φτάσουν σ’ εμάς παρ’ όλο που τρέχουν με την ταχύτητα του φωτός (300.000 χλμ. το δευτερόλεπτο).
Ποια ακριβώς είναι η δουλειά του Voyager; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει;
Η αρχική αποστολή των δύο Voyager ήταν η επίσκεψη των εξωτερικών αέριων γιγάντιων πλανητών του Ηλιακού μας Συστήματος. Τελικά το Voyager 1 προσπέρασε μόνο τους δύο μεγαλύτερους πλανήτες του Ηλιακού μας Συστήματος, τον Δία (στις 5 Μαρ. 1979 σε απόσταση 349.000 χλμ. από την επιφάνειά του) και τον Κρόνο (στις 12 Νοεμ. 1980 σε απόσταση 124.000 χλμ.). Αντίθετα η δίδυμη διαστημοσυσκευή Voyager 2 (που ξεκίνησε δύο περίπου εβδομάδες νωρίτερα) ακολούθησε μια διαφορετική τροχιά και προσπέρασε και τους τέσσερις γιγάντιους πλανήτες του Ηλιακού μας Συστήματος: τον Δία (στις 9 Ιουλ. 1979 σε απόσταση 570.000 χλμ. από την επιφάνειά του), τον Κρόνο (στις 25 Αυγ. 1981 σε απόσταση 101.000 χλμ.), τον Ουρανό (στις 24 Ιαν. 1986 σε απόσταση 81.500 χλμ. από την επιφάνειά του) και τον Ποσειδώνα (στις 25 Αυγ. 1989 σε απόσταση 4.950 χλμ. από την επιφάνειά του). Η «πλανητική φάση» της αποστολής του Voyager 1 διήρκεσε 39 περίπου μήνες, ενώ συνεχίζεται ακόμη η επόμενη φάση της αποστολής του, να βγει δηλαδή στον μεσοαστρικό χώρο, ανάμεσα στα άστρα του Γαλαξία μας. Σήμερα υπολογίζεται ότι το Voyager 1 θα έχει αρκετή ηλεκτρική ενέργεια και καύσιμα για να λειτουργήσει μέχρι το 2020. Ακόμη, όμως, κι αργότερα θα συνεχίσει την πορεία του, επ’ άπειρον, εκτός κι αν συγκρουστεί στο μεταξύ με κάποιο άλλο αντικείμενο. Θα χρειαστεί πάντως πολλά ακόμη χρόνια (17.700 χρόνια) για να περάσει το επονομαζόμενο «Σύννεφο του Οορτ» σε απόσταση μέχρι και ενός έτους φωτός (9,5 τρισεκατομμύρια χλμ.) από τον Ήλιο, όπου βρίσκονται τα απομεινάρια των υλικών που δημιούργησαν το Ηλιακό μας Σύστημα. Στα όρια αυτά τα παγωμένα αέρια και η διαστημική σκόνη που απέμειναν συμπιέστηκαν σχηματίζοντας δισεκατομμύρια «χιονόμπαλες» με διάμετρο από 1 έως 150 χιλιόμετρα που αποτελούν τους εμβρυακούς πυρήνες των κομητών. Αν και το Voyager 1 δεν κατευθύνεται προς κάποιο συγκεκριμένο άστρο της γειτονιάς μας υπολογίζεται ότι σε 40.000 χρόνια θα προσπεράσει σε απόσταση 1,6 ετών φωτός το άστρο Gliese 445, το οποίο από τη Γη φαίνεται προς την κατεύθυνση του αστερισμού της Καμηλοπάρδαλης (πολύ κοντά στον Πολικό). Αν και το άστρο αυτό βρίσκεται σήμερα σε απόσταση 17,6 ετών φωτός, σε 40.000 χρόνια θα μας έχει πλησιάσει αρκετά αφού κινείται προς το μέρος μας με ταχύτητα 430.000 χλμ. την ώρα. Το Voyager 2 υπολογίζεται ότι σε περίπου 296.000 χρόνια θα προσπεράσει, σε απόσταση 4,3 ετών φωτός, το λαμπρότερο άστρο στον ουρανό της Γης, τον Σείριο (που σήμερα βρίσκεται σε απόσταση 8,6 ετών φωτός από τη Γη).
Πιστεύετε ότι κάποια μέρα ο άνθρωπος θα είναι σε θέση να «μετακομίσει» σε κάποιον άλλο πλανήτη ή είναι αδύνατον;
Γιατί όχι; Οι άνθρωποι είμαστε από τη φύση μας περίεργα όντα. Είναι αυτό που μας ωθεί να θέτουμε τις ερωτήσεις, που μας κάνει κυνηγούς της γνώσης, πειραματιστές και εξερευνητές. Μόνο εμείς διερωτώμεθα τι κρύβεται πίσω από τον επόμενο λόφο, ή πέρα από την απέραντη θάλασσα. Κι έχουμε πάντα αναρριχηθεί στο λόφο, κι έχουμε πάντα διασχίσει τον ωκεανό. Και ήταν το ίδιο αναπόφευκτο, έχοντας εξερευνήσει και την τελευταία θάλασσα, να στρέψουμε τελικά την προσοχή μας στον πιο μεγάλο ωκεανό, τον ωκεανό του διαστήματος, σ’ ένα ταξίδι προς την Ιθάκη των γνώσεων, σ’ ένα ταξίδι χωρίς τέλος. Ίσως, κάτι βαθιά χαραγμένο στη γενετική μας δομή να είναι αυτό που μας ωθεί να μάθουμε το τι είμαστε και από πού προήλθαμε. Που μας ωθεί στην περιπέτεια της εξερεύνησης. Πάρτε για παράδειγμα τους Πολυνήσιους. Πολύ πριν οι Ευρωπαίοι θαλασσοπόροι αποτολμήσουν την εξερεύνηση των ωκεανών, οι Πολυνήσιοι είχαν ήδη αποικίες στον Ειρηνικό. Ξεκινώντας από τη Νέα Γουινέα και με μοναδικό οδηγό τις γνώσεις τους για τον άνεμο, τα ρεύματα και τα άστρα, ταξίδεψαν σε τεράστιες αποστάσεις στην ανοιχτή θάλασσα από το ένα μοναχικό νησί στο άλλο, ενώ στα πιο απομακρυσμένα νησιά το ταξίδι τους ήταν ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Παρ’ όλα αυτά το επιχείρησαν. Οι θαλασσοδαρμένοι και εξόριστοι αυτοί εξερευνητές πήγαν για να δημιουργήσουν αποικίες και να εγκατασταθούν στο μέσο μιας άδειας θάλασσας. Κι εμείς σήμερα δεν είμαστε διαφορετικοί από τους Πολυνήσιους εκείνους. Καθόμαστε πάνω στο μικρό μας νησί, στις ακρογιαλιές του διαστημικού ωκεανού που μόλις τώρα αρχίζουμε να εξερευνούμε. Γιατί οι διαστημικές εξερευνήσεις του σήμερα αποτελούν μια φυσική συνέχεια των θαλασσοπορικών εξερευνήσεων του χθες. Γιατί το ανθρώπινο πνεύμα της εξερεύνησης εξακολουθεί να ακμάζει και σήμερα. Γιατί είμαστε ακόμη περίεργοι. Είμαστε ακόμη ταξιδιώτες. Ζούμε απλώς σε μια νέα εποχή, με ένα νέο ωκεανό μπροστά μας.
Για εσάς, ποιο είναι το μεγαλύτερο μυστήριο του Σύμπαντος;
Είμαι, βέβαιος, ότι στα επόμενα δέκα χρόνια θα ανακαλύψουμε «πράγματα και θαύματα», αλλά προς το παρόν τουλάχιστον δύο ερωτηματικά είναι πολύ βασικά στις αναζητήσεις μας για το Σύμπαν. Το πρώτο έχει να κάνει μ’ αυτό που αποκαλούμε «σκοτεινή ύλη». Από την δεκαετία ακόμη του 1930 εντοπίσαμε ότι εκτός από την ύλη που βλέπουμε, υπάρχει και ένα άλλου είδους ύλης, που δεν ξέρουμε τι στο καλό είναι. Αυτή η «σκοτεινή ύλη» αποτελεί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των συστατικών του Σύμπαντος.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70, ιδιαίτερα, η αμερικανίδα αστρονόμος Βέρα Ρούμπιν με τις πρωτοποριακές της παρατηρήσεις έδειξε ότι αντί οι ταχύτητες περιφοράς των άστρων σε κάθε γαλαξία να μειώνονται όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο του, αυτές παρέμεναν σταθερές σε μεγάλες αποστάσεις. Με άλλα λόγια, τα άστρα στις παρυφές των γαλαξιών διέγραφαν τροχιές με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες από αυτές που θα «έπρεπε» να είχαν, εάν η ορατή γαλαξιακή ύλη, τα αναρίθμητα δηλαδή άστρα και τα αέρια που εμπεριείχαν, αντιστοιχούσε επακριβώς και στη συνολική τους μάζα. Σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν οι γαλαξίες αυτοί θα έπρεπε να είχαν «διασκορπιστεί», αφού η βαρυτική τους έλξη δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο θα έπρεπε για να συγκρατήσει τα άστρα στις τροχιές τους. Κι αυτό δεν είναι τίποτε σ’ όσα παράξενα ανακαλύψαμε πριν από μία περίπου δεκαετία.
Το δεύτερο μυστήριο έχει να κάνει με αυτό που αποκαλούμε «σκοτεινή ενέργεια». Οι περισσότεροι επιστήμονες μέχρι τα τέλη σχεδόν του 20ού αιώνα, θεωρούσαν ότι η διαστολή του Σύμπαντος επιβραδύνεται. Απολύτως φυσιολογικό, θα αναλογιστεί κάποιος, αφού σ’ αυτές τις κολοσσιαίες κοσμικές κλίμακες η βαρύτητα είναι εκείνη η φυσική αλληλεπίδραση που υπερισχύει. Και καθώς η βαρύτητα είναι πάντα ελκτική, από τη στιγμή της δημιουργίας του και μετά, από τη στιγμή δηλαδή που η Μεγάλη Έκρηξη γέννησε τον ίδιο το χώρο και το χρόνο, η διαστολή του πρέπει να επιβραδύνεται. Οι ανακοινώσεις όμως διαφόρων ερευνητών που έγιναν επίσημα τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1998 άφησαν τη διεθνή επιστημονική κοινότητα «με το στόμα ανοιχτό»!
Γιατί η ανάλυση των δεδομένων, αντί απλά να οδηγήσει στον υπολογισμό του ρυθμού επιβράδυνσης της διαστολής του Σύμπαντος με περισσότερη ακρίβεια, όπως όλοι περίμεναν, οδήγησε τους ερευνητές στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα, ότι δηλαδή η διαστολή του Σύμπαντος επιταχύνεται! Προκειμένου, λοιπόν, να εξηγηθεί αυτή η επιταχυνόμενη κοσμική διαστολή, θα έπρεπε το συνολικό απόθεμα μάζας και ενέργειας του Σύμπαντος να κυριαρχείται από ένα άγνωστο, παράξενο και βαρυτικά απωστικό «κάτι». Αυτό το κάτι ονομάστικε «σκοτεινή ενέργεια». Η ενέργεια αυτή που κάνει το Σύμπαν να διαστέλλεται επιταχυνόμενο, εδώ και 6 έως 7 δισεκατομμύρια χρόνια, είναι σαν το Σύμπαν να έχει βάλει «γκάζι» στη διαστολή του, έτσι ώστε σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια από σήμερα, οι οποιοιδήποτε αστρονόμοι παρατηρούν το Σύμπαν από τον Γαλαξία μας, θα βλέπουν μόνο τους γαλαξίες της γειτονιάς μας. Καμιά τριανταριά δηλαδή γαλαξίες της Τοπικής Ομάδας. Γιατί όλοι οι άλλοι γαλαξίες, τους οποίους βλέπουμε σήμερα, στην Άνοιξη του Σύμπαντος, θα έχουν κυριολεκτικά εξαφανιστεί από τα όρια της ορατότητας των διαφόρων οργάνων παρατήρησης που θα έχουν τότε οι αστρονόμοι του μέλλοντος.
Με αυτά τα δεδομένα, λοιπόν, προκύπτει κάτι εξίσου εντυπωσιακό, που αναδεικνύει παράλληλα και τον όγκο της άγνοιάς μας για το Σύμπαν στο οποίο ζούμε. Γιατί φαίνεται ότι από το συνολικό ποσοστό μάζας και ενέργειας του Σύμπαντος ένα συγκλονιστικό 68,3% αντιστοιχεί στην άγνωστη αυτή σκοτεινή ενέργεια, ενώ ένα ακόμα 26,8% αντιστοιχεί στην εξίσου άγνωστη σκοτεινή ύλη, και μόλις το 4,9% που απομένει αντιστοιχεί στην κλασική, βαρυονική ύλη από την οποία αποτελούνται τα μυριάδες άστρα των γαλαξιών του Σύμπαντος, αλλά κι εμείς οι ίδιοι.
Τελικά, υπάρχουν εξωγήινοι; Τι λέτε;
Πάμε, δηλαδή, από την επιστήμη στην επιστημονική φαντασία! Ας πάρουμε, λοιπόν, τα πράγματα με τη σειρά. Μέχρι πρόσφατα ο άνθρωπος θεωρούσε τον εαυτό του και τον πλανήτη του σαν κάτι το μοναδικό. Αντιμετώπιζε δηλαδή το Σύμπαν τελείως εγωιστικά, αφού οι απόψεις του ήταν βασικά γεωκεντρικές και ανθρωποκεντρικές. Σήμερα όμως οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι καθώς το Σύμπαν εξελίσσεται, η δημιουργία πλανητών γύρω από τ’ άστρα είναι μια απόλυτα φυσιολογική διαδικασία. Πως θα ήταν, λοιπόν, μαθηματικά πιθανό να δημιουργηθεί ζωή σ’ έναν και μόνο πλανήτη ανάμεσα στα δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων πλανήτες που υπάρχουν στο Σύμπαν; Και αν δημιουργήθηκε ζωή και αλλού, τι θα μπορούσε να εμποδίσει την εξέλιξή της σε νοήμονα όντα και την δημιουργία εξωγήινων τεχνολογικά αναπτυγμένων πολιτισμών;
Κατά καιρούς διάφοροι επιστήμονες, ξεκινώντας από τα 200 δισεκατομμύρια άστρα του Γαλαξία μας και υπολογίζοντας πάντα με τα χαμηλότερα ποσοστά, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στο Γαλαξία μας πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια πλανήτες. Συνεχίζοντας με το ίδιο σκεπτικό και χρησιμοποιώντας πάντα τα πιο απαισιόδοξα δεδομένα έτσι ώστε να εξαιρούνται ορισμένα είδη πλανητών, οι υπολογισμοί αυτοί καταλήγουν στο ότι μέσα στο Γαλαξία μας και μόνο πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο κόσμοι παρόμοιοι με τη Γή μας. Ο Γαλαξίας μας όμως δεν είναι παρά ένας από τις μυριάδες των γαλαξιών που αντικρίζουμε με τα τηλεσκόπιά μας. Ακόμη και με τις πιο φτωχές προβλέψεις μας, το Σύμπαν πρέπει να περιλαμβάνει 100-400 δισεκατομμύρια γαλαξίες.
Σύμφωνα λοιπόν με τις συντηρητικές αυτές προβλέψεις στο Σύμπαν πρέπει να υπάρχουν 100-400 χιλιάδες τρισεκατομμύρια δίδυμοι πλανήτες της Γης. Κι όμως. Έστω και αν δεχτούμε ότι στο Σύμπαν υπάρχουν όλες αυτές οι μυριάδες των πλανητών και ότι σε κάθε έναν από αυτούς αναπτύχθηκε ζωή, και πάλι έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα σοβαρό πρόβλημα. Γιατί, αν η ζωή γεννήθηκε και επέζησε πάνω σ’ αυτούς τους πλανήτες, πόσο βέβαιο είναι άραγε ότι μπόρεσε και να εξελιχθεί, και να καταλήξει σε κόσμους με νοήμονα όντα; Οι περισσότεροι, φυσικά, βιολόγοι, ειδικά οι εξωβιολόγοι, αποδέχονται σήμερα την άποψη που λέει ότι: αν σε κάποιο κατάλληλο περιβάλλον δημιουργηθεί τυχαία ο πρώτος μονοκύτταρος οργανισμός, θα αρχίσει να ακολουθεί την αλυσίδα της εξέλιξης που δεν τελειώνει ίσως πουθενά. Ακόμα και ο σημερινός άνθρωπος δεν είναι παρά ένας μόνο κρίκος μιας τέτοιας αλυσίδας, κι όχι το τελικό προϊόν.
Συνέβη εδώ πάνω στη Γή μας σ’ έναν απλό πλανήτη, ενός απλού κιτρινωπού άστρου. Και αν εδώ, βοηθούμενη από τον Ήλιο, υπάρχει άφθονη ζωή, τότε ποιες είναι οι πιθανότητες ζωής, νοήμονος ζωής, και κάπου αλλού στο Σύμπαν; Τα άστρα είναι εκεί έξω. Όπως και τα χημικά συστατικά της ζωής είναι κι αυτά εκεί έξω, παντού, διασκορπισμένα στο Σύμπαν. Υπάρχει επίσης και ο απαιτούμενος χρόνος. Χρόνος για ανακάτεμα, ανάπτυξη, αλλαγή. Χρόνος που μετριέται σε δισεκατομμύρια χρόνια. Έτσι το Σύμπαν είναι δυνατόν να περιέχει τουλάχιστον 100.000 τρισεκατομμύρια φυλές όντων που θα ψάχνουν με τα μάτια τους το κενό, για να δουν αυτά που βλέπουμε κι εμείς, για να σκεφτούν αυτά που σκεφτόμαστε κι εμείς, και να αναρωτηθούν και αυτοί αν είναι μόνοι τους στο Σύμπαν.
Φυσικά ο αριθμός των πολιτισμών αυτών, είναι δυνατόν να κυμαίνεται πάρα πολύ ανάλογα με τον χρόνο που μια φυλή λογικών όντων μπορεί να επιβιώσει σαν μια πλήρης τεχνολογική κοινωνία. Διότι υπάρχει ο κίνδυνος να αυτοκαταστραφούν με έναν πυρηνικό πόλεμο ή με τη συνεχή μόλυνση του περιβάλλοντός τους. Γι’ αυτό, με τόσο μικρές περιόδους επιβίωσης, ο αριθμός των τεχνολογικών πολιτισμών οι οποίοι μπορούν να υφίστανται ταυτόχρονα μέσα στο Γαλαξία μας θα πρέπει σε τελική ανάλυση να μην είναι και τόσο πολύ μεγάλος και η μέση απόσταση μεταξύ τους θα πρέπει να είναι τεράστια.
Οπότε θα πρέπει να το πάρουμε μάλλον απόφαση και να κατανοήσουμε όλοι μας ότι η επίσκεψη της Γης από εξωγήινα διαστημόπλοια δεν πρέπει να είναι εφικτή. Γιατί ακόμη και αν το πραγματικό πρόβλημα των αποστάσεων είχε, με κάποιον τρόπο, λυθεί από κάποιον τεχνολογικά προηγμένο εξωγήινο πολιτισμό, υπάρχει ακόμη το πρόβλημα της κατεύθυνσης που θα πάρουν οι εξωγήινοι εξερευνητές στον τρισδιάστατο χώρο του διαστήματος. Γι’ αυτό και η πιθανότητα να μας «βρουν» είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Γιατί, αν υποθέσουμε πως μέσα στο Γαλαξία μας και μόνο υπάρχουν αυτή τη στιγμή 1.000.000 διαστημικοί πολιτισμοί με την τεχνολογική ικανότητα της εξερεύνησης του διαστρικού χώρου, τότε για να μπορέσει ένα και μόνο διαστημόπλοιο απ’ όλους αυτούς τους πολιτισμούς να φτάσει μία και μόνη φορά στη Γή μας, θα χρειαζόταν καθένας από τους πολιτισμούς αυτούς να εκτοξεύει 1.000 διαστημόπλοια το χρόνο επί 200 χρόνια συνεχώς και προς όλες τις κατευθύνσεις. Που σημαίνει ότι στον Γαλαξία μας και μόνο θα είχαμε 200 δισεκατομμύρια εκτοξεύσεις διαστρικών διαστημοπλοίων για μία μόνο πιθανότητα, μιας μόνο επίσκεψης στη Γή μας, από ένα μόνο εξωγήινο πολιτισμό. Έτσι ακόμη και αν κάποιος εξωγήινος πολιτισμός κατορθώσει να δημιουργήσει την τεχνολογία εκείνη που θα του επιτρέψει να καλύψει την άβυσσο των αποστάσεων που μας χωρίζει, δεν πρόκειται να το κάνει με την βοήθεια των δεκάδων διαφορετικών μοντέλων UFO που κατά καιρούς αναφέρονται.
Φυσικά το ότι πρέπει να υπάρχει ζωή στο Διάστημα, το ότι κατά καιρούς θα πρέπει να έχουν ανθήσει διάφοροι διαστημικοί πολιτισμοί στο Σύμπαν, και το ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι το μοναδικό λογικό ον ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των γαλαξιών, είναι κάτι που όλοι σχεδόν οι επιστήμονες αποδέχονται σήμερα σαν κάτι το πιθανό. Οι αποστάσεις όμως που μας χωρίζουν από τ’ άλλα άστρα και τους άλλους πιθανούς εξωγήινους πολιτισμούς είναι ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα όσο αναπτυγμένος τεχνολογικά κι αν είναι ένας εξωγήινος πολιτισμός. Μέσα σε ένα Σύμπαν, δηλαδή, που ίσως να σφύζει από ζωή, είμαστε περιέργως πως απομονωμένοι σαν σε καραντίνα.
Πηγή: athensvoice.gr

Recommended For You