Οι γραφικοί τύποι του Πειραιά στην παλιά εποχή

Διάφορους γραφικούς τύπους είχε κατά καιρούς ο Πειραιάς. Από τους τελευταίους:

Ο Λάμπρος o Κατάσκοπος. Που αν τυχόν τον πείραζες σε άρχιζε στο Βρισίδι.

Ο Διπλαράκης, ένας κοντόσωμος αδύνατος άνδρας, φορτωμένος με εκατοντάδες παράσημα και μετάλλια, που είχε πάρει από τα παλιατζίδικα, με ράβδο στρατηγού και τσάντα. Εδινε συνεντεύξεις επί παντός επιστητού.

Ο Γιάννης o δεκαρίτσας. Ενας νέος που ζητούσε τρύπιες δεκάρες, και δεν δεχόταν άλλο μεγαλύτερο νόμισμα αφού δεν είχε τρύπα στη μέση. Πρωτοεμφανίστηκε το 1970. Τώρα που δεν υπάρχουν δεκάρες τι ζητάει;

Ο Δημήτρης ο Παραλίας, με τη φανέλα του Ολυμπιακού, πέθανε στις αρχές Ιουλίου του 2008.

Ο Βασιλάκης, ο «μ αγαπάς».

Ο ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ

Για το Γιαννάκη διαβάζουμε στο ninac.wordpress.com

Ο Γιαννάκης είναι μια από τις cult φυσιογνωμίες του Πειραιά. Τον θυμάμαι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δεν τον είχα δει για αρκετά χρόνια, κάποιες, σπάνιες, φορές αναρωτιόμουν τι να γινόταν. Ο Γιαννάκης δεν μεγάλωσε ποτέ αρκετά ώστε να γίνει Γιάννης. Έμεινε, νοητικά, στην ηλικία των 7 ετών, περίπου. Βιολογικά πρέπει να είναι γύρω στα 70, αλλά δεν μπορείς να πεις με σιγουριά. Θα μπορούσε να είναι και λιγότερο ή περισσότερο. Υπολογίζω τόσο με βάση τη δική μου ηλικία και τα χρόνια που τον γνωρίζω. Είναι ήσυχος και φιλικός με όλους, εμπιστεύεται τους μεγάλους απόλυτα και σ’ αυτούς παραπονιέται όταν τον κοροϊδεύουν τα παιδιά. Γυρίζει όλο τον Πειραιά, με τα πόδια ή με λεωφορεία, και πάντα ζητάει λίγα χρήματα από τους καθήμενους σε καφετέριες και ταβέρνες. Ο Γιαννάκης, το μόνο που θέλει είναι να του μιλάς ευγενικά, να μην τον κοροϊδεύεις και να μην του αρνείσαι την οικονομική σου βοήθεια.

Εδώ πρέπει να σας πω το εξής: η λέξη που μπορείς να πεις στο Γιαννάκη και να τον στεναχωρήσεις είναι το ΟΧΙ. Ο Γιαννάκης δεν θέλει ΟΧΙ. Δεν απαιτεί πιεστικά να του δώσεις χρήματα, ούτε σου γίνεται κολλιτσίδα. Μπορείς να αρνηθείς, αρκεί να μην του πεις ΟΧΙ. Ο Γιαννάκης φεύγει χαμογελαστός και συμφωνώντας αν του πεις ΑΥΡΙΟ. Το αύριο το καταλαβαίνει, το αποδέχεται και το περιμένει. Το αύριο έχει ελπίδα για το Γιαννάκη. Το ΟΧΙ, το οριστικό και αμετάκλητο δεν το θέλει. Και αντιδρά όπως τα μικρά παιδιά όταν δεν τους κάνεις τα χατίρια: κλαίει, φωνάζει, χτυπιέται, παραπονιέται. Όλοι δίνουν στο Γιαννάκη και όσοι δεν δίνουν του λένε ΑΥΡΙΟ. Και φεύγει χαμογελαστός.

Χτες ο Γιαννάκης βολτάριζε στην Πλατεία Κοραή. Πάντα καθαρός και περιποιημένος (κάποιο στοργικό χέρι τον φροντίζει με αγάπη, σίγουρα), ο μόνος από τους διάφορους που τα γκαρσόνια δεν κυνηγάνε επειδή ενοχλεί τους πελάτες (αντίθετα τον κερνάνε και τον χαρτζιλικώνουν). Ο Γιαννάκης ήρθε και στη δική μας συντροφιά. Τον χαιρετήσαμε εγκάρδια. Μας παραπονέθηκε για τα παιδιά που τον κοροϊδεύουν, μας τα έδειξε: «αυτός κι αυτός με το ποδήλατο, και οι άλλοι δύο εκεί, οι πιο μεγάλοι». Και συγχωρούσε τους μικρούς «γιατί είναι μικροί και δεν πειράζει» αλλά είχε μεγάλο παράπονο για τους 11χρονους «μεγάλους».

Ο Γιαννάκης στον Πειραιά έχει ασυλία. Η πόλη τον αγαπά και τον φροντίζει, οι κάτοικοί της τον νοιάζονται. Ο Γιαννάκης κάθε μέρα, στον Πειραιά, ζει το Σήμερα και περιμένει το Αύριο. Με χαμόγελο και αισιοδοξία.

Μόνο αυτοί οι «μεγάλοι με τα ποδήλατα» να μην τον κοροϊδεύανε…

Ενας άλλος είναι ο Βασιλάκης. Σύχναζε στην “πασαρέλα”. Και εμείς δηλαδή εκεί συχνάζαμε όταν κάναμε κοπάνα και πηγαίναμε για καφέ στη fontana (στου μπελαμή άραζε η Ιωννίδειος).Ο Βασιλάκης έτρεχε ανάμεσα στα τραπέζια μιμούμενος το τρόλεϊ και λαχανιασμένα περνώντας μας ρωτούσε Μ’ΑΓΑΠΑΣ? Δεν ήταν λίγες οι φορές που κάποιοι κάφροι συνοδεύοντας τις κυράτσες τους στο άκουσμα της ερώτησης του πετούσαν νερό και κάποιες φορές αυτό έφευγε καταπάνω του μαζί με το ποτηρι.Ε! Πως θα δείξουμε στο γκομενακι ότι εγώ είμαι ο άντρας και η άλλη η ηλίθια ξεκαρδιζόταν……Τότε γινόταν ο χαμός.

Είναι νεώτερος -μάλλον 35-40. Ο Βασιλάκης τρελαίνεται να κυκλοφορεί με τα λεωφορεία, δίπλα πάντοτε στον οδηγό! Δεν ζητάει χρήματα, απλώς περπατάει κάπως κουτσά, φοράει ακουστικά και μάλλον ακούει μουσική, και… ταξιδεύει! Το τρόλεϊ της Καστέλας και το 040 (το παλιό πράσινο) είναι τα αγαπημένα του. Ο urban myth που κυκλοφορεί είναι ότι ήταν μαθηματική διάνοια που έκαψε τον εγκέφαλό του από το διάβασμα.

Ο ΑΜΙΜΗΤΟΣ ΒΔΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

Από τους πιο γραφικούς, αλλά και συμπαθείς τύπους που γνώρισε ο μεσοπολεμικός Πειραιάς και πάντα τους αναθυμάται είναι χωρίς αμφιβολία ο Βδελόπουλος.

Που καθόταν στα σκαλιά του παλιού ναού της Αγίας Τριάδας, πριν καταστραφεί από τους βομβαρδισμούς της 11ης Ιανουαρίου του 1944 και κήρυττε το λόγο του Θεού.

Στη μασχάλη του κρατούσε πάντα την Αγία Γραφή, και με αποσταμένο, κατακίτρινο προσωπάκι, γκρίζα γατίσια μάτια και σφηνοειδές μούσι, μιλούσε για όσα «έγραφε εκείνο το ιερό βιβλίο».

Βέβαια συχνά γινόταν αντικείμενο χλευασμού της ατίθασης νεολαίας στην οποία άρχιζε τους…εξάψαλμους, ενώ εκείνη συνέχιζε να του φωνάζει:

— Πες κι άλλα δάσκαλε!…

Από τα σκαλοπάτια της Αγίας Τριάδας,…..ο ρήτορας κατακεραύνωνε τους πάντες και τα πάντα… με το «πυρ το εξώτερον», καταριότανε τις κοντές φούστες, τα άσεμνα ξεμπρατσώματα και τα τολμηρά καρέ στα γυναικεία στήθη!…

Ο Βδελόπουλος καταγόταν από το Καστελόριζο. Το δε επώνυμό του οφειλόταν σε παραφθορά του επώνυμου του πατέρα του Αβδέλλα. Και τούτου το επώνυμο οφειλόταν σε ένα παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει από τις βδέλλες.

Ο πατέρας Αβδέλλας, κάθε καλοκαίρι συνήθιζε να περνάει από το Καστελόριζο στην απέναντι τουρκική ακτή και να χώνει τα πόδια του στα λασπόνερα ενός μικρού ποταμιού. Εκεί, κολλούσαν στα πόδια του βδέλλες, τις οποίες όταν έβγαινε από το νερό, μάζευε σε ένα γυάλινο δοχείο, κι όταν επέστρεφε στο νησί τις πουλούσε στους κουρείς, και σε πρακτικούς γιατρούς για αφαιμάξεις. Ετσι έβγαζε ένα καλό μεροκάματο. Από αυτή τη συλλογή του έμεινε το παρατσούκλι Αβδέλλας.

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΟΣ

Ο “κολοσούρτης” μπροστά στο Δημοτικό.

Ενας σπουργιτάκος της ζωής ήταν ο Γιάννης. Άγνωστου επωνύμου και ακόμα αγνωστοτέρας προελεύσεως και καταγωγής. Εζησεν από παιδάκι στον Πειραιά, μεγάλωσε τρεφόμενος και συντηρούμενος όπως τα πετεινά του ουρανού από την φιλανθρωπίαν των Πειραιέων, εγέρασε και ετάφη και αυτός εις τα τόσον φιλόξενα χώματα του Πειραιώς.

Υπήρξεν ένας από τους πιο ωραίους, αλλά και πιο ήσυχους τρελούς, που εγνώρισεν η πόλις μας. Με όλα τα πειράγμα­τα και την καταδίωξη που υφίστατο ενίοτε από την αλητεία, ποτέ του δεν εθύμωσε ποτέ του δεν εμνησικάκησε, ποτέ του δεν επείραξε έστω και με μια κουβέντα του κανένα. Επέρασε όλη του τη ζωή γνωστός μόνον υπό το όνομα: «Ο Γιάννης ο σιδηρόδρομος»!

Γιατί αυτό το όνομα: Να σας πω φίλοι μου αμέσως.

Είπαμε και άλλοτε, νομίζω, ότι το πρώτο τραμ, συρόμενον από δυο ψωραλέα άλογα, στην γραμμή από_Βρυώνη — πριν, βέβαια, ακόμη χτιστή το ομώνυμον εκεί μέγαρον — ήτανε στα 1896. Λίγο αργότερα έκανε σ’ αυτή τη γραμμή την εμφάνιση του ένα θαύμα προόδου, όπως ενομίζετο την εποχή εκείνη στην μικρή πατριδούλα μας, ο «Κολοσούρτης». Μια μικροσκοπική ατμομηχανή (ντεκοβίλ) σκεπασμένη τελείως τριγύρω απ’ τη μέση και κάτω μέχρι σχεδόν του εδάφους από μαύρες λαμαρίνες που έδινε την εντύπωση ότι αυτή η μηχανούλα δεν έτρεχε αλλά εσύρετο σαν μια κάμπια στη γη, εξ ου και ο λαός την βάφτισε αμέσως «κολοσούρτη».

Την ίδια ακριβώς εποχή έκανε την εμφάνιση του στου Βρυώνη και ο Γιάννης. Ξεφύσαγε και ήσθμαινε πάντοτε, ακίνητος εις στάσιν προσοχής με ήλιο, με βροχή, με αέρα, δίπλα στη μηχανή και έχων τις φούχτες στο στόμα. Αρχίναγε να ξεφυσάη ατμό και να ασθμαίνη η μηχανή; Ξεφύσαγε και ήσθμαινε δυνατά και ο Γιάννης εν τελειοτάτη απομιμήσει. Σφύραγε η μηχανή; Σφύραγε κι’ αυτός. Εκίναγε η μηχανή; Εκίναγε κι’ εκείνος. Ετρεχε η μηχανή; Ετρεχε κι’ ο Γιάννης, περιστρέφων συνεχώς τας χείρας του, δίκην τροχών.

Κι’ αυτό το τρέξιμο το τόσον, βέβαια κουραστικό, κράταγε έως το Δημοτικό θέατρο. Εκεί πια στεκότανε. Επερίμενε το άλλο τραινάκι, που θα ερχότανε απ’ το Νέο Φάληρο για του Βρυώνη και με τας αυτάς πάντοτε ως περιγράψαμε κινήσεις συνέχιζε το φρενήρες τρέ­ξιμο έως του Βρυώνη για να επαναλάβη κι’ από εκεί πάλιν τα ίδια και πάλιν τα ίδια. Και αύτη συνεχώς η δουλειά γινότανε άνευ ουδεμίας υπερβολής, από όρθρου μέχρι βαθείας νυκτός.

Αυτός, υπήρξεν ο Γιάννης ο σιδηρόδρομος. Είχε κι’ έχει πολλούς τύπους η πόλις μας, αλλά ο καλός αυτός ανθρωπάκος υπήρξεν ως τύπος μοναδικός και δεν τον διεδέχθη κανένας.

Μας έδωσε κι’ αυτός επί μακράν σειράν ετών μίαν αθώαν και αδάπανον ψυχαγωγίαν.

ΔΗΜ. Γ. ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
Βασίλης Κουτουζής
Δημοσιογράφος ερευνητής
πηγή www.koutouzis.gr .

Recommended For You