Οι αυλές των θαυμάτων στην παλιά Αθήνα

Οι εργατικές συνοικίες διαμορφώνονται στην Αθήνα ήδη από το 1840, στη Νεάπολη, στα Αναφιώτικα ή γύρω από βιομηχανικές ζώνες όπως το Θησείο, το Γκαζοχώρι, το

Μεταξουργείο και τα Καμίνια. Η αυθαίρετη αυτή οικιστική επέκταση εντείνεται όταν το 1922 μισό εκατομμύριο πρόσφυγες της Σμύρνης έρχονται να προστεθούν στο μισό εκατομμύριο κατοίκους της Αθήνας. Πολλά λογοτεχνικά έργα αλλά παράλληλα και ο κινηματογράφος, το θέατρο, η μουσική και η ζωγραφική κατέγραψαν την ιδιαιτερότητα της ελληνικής κοινωνίας στην οποία, μέχρι τη δεκαετία του ’60 και την ταχύτατη ανοικοδόμηση που την χαρακτηρίζει, η έννοια του σπιτιού συνοψιζόταν για τα λαϊκά στρώματα σε μία ή το πολύ δύο κάμαρες βαλμένες πλάι σε άλλες γύρω από μία αυλή. Τα σπίτια διαφόρων περιοχών της Αθήνας είναι διώροφα, με μπαλκόνι και εσωτερική αυλή. «…έξ-επτά δωμάτια», λέει ο Παπαδιαμάντης στο Ο Γείτονας με το λαγούτο, «χαμόγεια, εις γραμμήν, όλα παμπάλαια, τρώγλαι, άλλα χωρίς παράθυρα, όλα σχεδόν με σαθρούς τους τοίχους, κατείχοντο από διαφόρους. Υπήρχον δύο ή τρεις μπεκιάρηδες, μία οικογένεια με πέντε ή εξ παιδιά, μία νέα ζωντοχήρα, η Κατερνιώ η Πολίτισσα, ξενοδουλεύουσα, ζώσα κατά το φαινόμενον ολομόναχη… Η μάνδρα με τα πενιχρά οικήματα έκειτο εις τινα πάροδον, ανάμεσα στου Ψυρρή και στου Τάτση». Τυπικό δείγμα μιας τέτοιας αυλής, της επονομαζόμενης «αυλής των θαυμάτων», διασώζεται απέναντι από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού στο Μοναστηράκι, η οποία περιλαμβάνει και το εκκλησάκι του Αγίου Ελισαίου όπου έψελναν ο Παπαδιαμάντης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου.

Η οικιστική αυτή ιδιαιτερότητα εμφανίζεται και στα κείμενα πολλών πεζογράφων της γενιάς του ’30 οι οποίοι εγκαταλείπουν την ελληνική ύπαιθρο ως σκηνικό των έργων τους και επιλέγουν το αστικό τοπίο. Διατηρώντας στοιχεία του ρομαντισμού, η λογοτεχνία στρέφεται προς τη ρεαλιστική περιγραφή και το νατουραλισμό πλάθοντας ήρωες που δεν έχουν τίποτα το ηρωικό, μιλώντας για βασανισμένες ζωές και ανεκπλήρωτα όνειρα. «Μπαίνοντας από την πόρτα του δρόμου», λέει ο Τερζάκης για το σπίτι της οδού Αφροδίτης στην Πλάκα, στηΜενεξεδένια Πολιτεία, «βρισκόσουν σε μια μικρή αυλή με τριανταφυλλιούς τοίχους. Δεξιά η ξύλινη σκάλα, υπαίθρια και πλαγιασμένη στη μάντρα, ανέβαζε στο χαγιάτι που κάνει γωνιά αριστερά. Σ’ αυτό έβλεπαν αραδιασμένες οι κάμαρες. Η μάντρα, στο πεζούλι της, είχε γλάστρες και πολυτρίχια. Η σκάλα, γαρουφαλλιές και πρασινάδες. Κάτω, στο ισόγειο, κάθονταν δυο οικογένειες, ένας εμπορομανάβης με την ερωμένη του και κάποιος εργολάβος με τη γυναίκα του και τρία μωρά. Τα μωρά τριγύριζαν ξεβράκωτα όλη μέρα στην αυλή, πλατσουρίζοντας στα νερά και τυραννώντας τις διαβατάρικες γάτες. Άκουγες φωνές ανάκατες με κλάματα και την ψιλή στριγγλιά της μάνας, που φοβέριζε κάθε τόσο, μέσα από το μαγερειό: «Μαρή, θεοσκοτωμένη, θα σε παλουκώσω!»

Παρόμοια περιγραφή κάνει λίγο αργότερα και ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στη Χαμοζωή: «Το σπίτι, τρεις κάμαρες στη σειρά κι ένας μαντρότοιχος αντικρύ τους, σε δυο Οι κυρίες της αυλήςμέτρα απόσταση, όσο που αν χωράνε οι καρέκλες τα’ απόβραδο, σαν ήτανε καλοκαιριά, για λίγη δροσούλα. Στην πρώτη κάμαρη φάτσα στο δρόμο, καθόταν η «Γαλαξειδιώτισσα», μ’ άλλο όνομα δεν την ξέραμε, μήτε και πού τη φωνάζαμε ποτές παρά μονάχα μ’ ένα κυρά… και σταματούσαμε κεί. Ήταν άσπρη, κάτασπρη και παχιά, σαν να της παίδευε ένα πρήξιμο ολόγυρα το κορμί, κι είχε και μια κόρη, τη Μερσεδή – δυο γυναίκες μονάχες, η μια καθόταν ολημέρα στο σπίτι, η άλλη δούλευε στη φάμπρικα, στο μπαμπάκι. Γύριζε με τα ρουθούνια, με το στόμα, με τα μαλλιά γεμάτα ψιλές ψιλές κιτρινωπές κλωστές, σα νάταν τυλιγμένη με αραχνιές. Ύστερα πλενόταν, φορούσε κι ένα τσίτινο φουστάνι, που το φύλαγε πώς και πώς, λουλουδάτο, και τραγουδούσε κι ετοίμαζε το φαΐ».

Ο τύπος αυτός του σπιτιού και ο κοινοτικός τρόπος διαβίωσης που συνεπάγεται εμφανίζεται σε πολλές γειτονιές της Αθήνας με μικρές παραλλαγές. Κάτω απ’ την Ακρόπολη, τα Αναφιώτικα με τη χαρακτηριστική κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική τους, πλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο περιγράφονται από τον Σεφέρη «σαν κοπάδι κυβικές χελώνες, χρώμα φτερό-κοράκου ή ασημί» στο μυθιστόρημά του Έξι νύχτες στην Ακρόπολη. Τον Ασύρματο, δυτικά του λόφου του Φιλοπάππου, όπου οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ζουν «μέσα σε τρώγλες, κάτω από βράχους, ζούνε σαν τρωγλοδύτες μέσα στα βρώμικα νερά και στη φτώχεια…» περιγράφει η Λιλίκα Νάκου στο έργο της Για μια καινούρια ζωή και απαθανατίζει ο ελληνικός κινηματογράφος λίγο πριν την κατεδάφιση του συνοικισμού στην ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη Συνοικία το όνειρο, σε σενάριο Τάσου Λειβαδίτη και Κώστα Κοτζιά.

Στη Νεάπολη, όπου τα σπίτια είχαν επίσης καταπράσινη αυλή, με κληματαριά και την τραγουδισμένη γαζία «προς αποτροπήν του γεροντοκορισμού», αλλά και πηγάδι για την ύδρευση του σπιτιού, κατοικούσαν κατεξοχήν φοιτητές που έρχονταν από την επαρχία και νοίκιαζαν ένα δωμάτιο. Το «δόλιο Γκαζοχώρι», αναφέρει ο Γ. Σουρής στο Δυστυχία και Φιλανθρωπία, «ο πυρετός ερήμαξε. Κανείς δεν ξέρει, αδελφέ, τι διάβολο θα γίνη, εδώ κι εκεί μοιράζεται αφθόνως η κινίνη…» Αργότερα, για την ίδια περιοχή του Γκαζιού, θα γράψει ο Μίνως Αργυράκης «Στην κάτω αυλή, μικρή με γλάστρες κι αγκάθια, τέσσερις άνδρες δουλεύουν στα καλάθια, ράβουν, κτυπούν, ακούν ραδιόφωνο και καλαμπουρίζουν, να γεμίση η ώρα τους. Σε κάθε βήμα, ανάμεσα στη σκόνη του δρόμου και μέσα σε γκρεμισμένες μάντρες, οι παχειές γυναικούλες μ’ ανασηκωμένα τα μανίκια έχουνε μπουγάδα. Πλένουν, απλώνουν, στριγκλίζουνε, μπαινοβγαίνουνε από την αυλή στις πόρτες, βγάζουν τα κεφάλια τους από τα παράθυρα, κι έχεις την εντύπωση πως είναι μια πολυάριθμη οικογένεια με γέρους, γρηές και αναρίθμητα ξυπόλητα παιδάκια που ζούνε όλοι μαζί, βαστώντας ο ένας τις ανάγκες του αλλουνού. Το μαυρισμένο εργοστάσιο εκεί δίπλα τους προσφέρει το μέλανα ζωμό. Εδώ αναστενάζουνε οι πέτρες και οι ιδέες και από τη σκόνη σταματάει σχεδόν η ανάσα των ανθρώπων…».

Γειτονιές με έντονα αγροτικά στοιχεία, με περιβόλια, λαχανόκηπους και κοκόρια, που θυμίζουν το τοπίο και τους ρυθμούς της επαρχίας, με τα κάρα και τα καροτσάκια που σέρνουν οι μικροπωλητές και οι νερουλάδες όπου όλοι μοιράζονται τα λιγοστά τους υπάρχοντα, τις πίκρες, τα μυστικά και τις χαρές αφού ουσιαστικά ζουν όλοι μαζί. «Γνωρίζαμε λίγο πολύ όλον τον κόσμο κι όλοι σχεδόν μας γνώριζαν», λέει ο Γ. Κιουρτσάκης στο Σαν μυθιστόρημα για τα Πατήσια, «όλοι σχεδόν μας φώναζαν με το μικρό μας όνομα – τουλάχιστον εμάς τα παιδιά. Βέβαια ο τόπος ήταν ακόμα αραιοκατοικημένος: η εποχή της πυρετώδους ανοικοδόμησης και της αντιπαροχής δεν είχε αρχίσει». Ούτε και της αποξένωσης που την ακολούθησε.

Όπως αποτυπώνεται με πολλά παραδείγματα και στον οδηγό του Θανάση Γιοχάλα και της Τόνιας Καφετζάκη Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία(Εστία), η λογοτεχνία προβάλλει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση στην Ελλάδα μέσα ακριβώς από τις εξελίξεις του αστικού τοπίου. Μέσα σε μια «καμαρούλα μια σταλιά», χωρίς θέρμανση και τρεχούμενο νερό συνωστίζονται οικογένειες ή φοιτητές, πρόσφυγες, νοικοκύρηδες και κουτσαβάκια, μικροαπατεώνες που θέλουν να πιάσουν την καλή, φτωχοί καλλιτέχνες που σαν τον αλησμόνητο Ντίνο Ηλιόπουλο στην ταινία Οι κυρίες της Αυλής προσπαθούν να κάνουν τράκα ένα τσιγαράκι, άνθρωποι που αγωνίζονται για το μεροκάματο, που παλεύουν να ξεφύγουν και να ζήσουν μια καλύτερη ζωή όπως οι ήρωες του Ιάκωβου Καμπανέλη στην Αυλή των θαυμάτων και του Παντελή Χορν στο Φιντανάκι ή που αδυνατούν να δεχτούν την πραγματικότητα του Μπίθουλα όπου κατοικούν «λαϊκοί τύποι και τσοκαρίες» κατά τα λεγόμενα της περιβόητης Μαντάμ Σουσού του Δημήτρη Ψαθά. «Αυτή η γειτονιά είναι για όλους ένα κλουβί, κανείς δεν ζει αληθινά αυτό που θα ‘θελε να ζει…», λέει με τη σειρά του ο Δημήτρης Χορν στην Οδό Ονείρων του Μάνου Χατζιδάκι ο οποίος συμπληρώνει με την τόσο χαρακτηριστική φωνή του: «Εδώ σ’ αυτόν τον δρόμο γεννιόνται και πεθαίνουν τα όνειρα τόσων παιδιών ίσαμε τη στιγμή που η αναπνοή τους θα ενωθεί με τo ανοιξιάτικο αεράκι του επιταφίου και θα χαθεί. Όμως τη νύχτα δεν τους πιάνει ύπνος. Κι όταν δεν ονειρεύονται τραγουδούν…»

ΑΡΧΙΚΗ

Recommended For You