Οδοιπορικό στην παλιά Αθήνα (1850-1920)

Οι πρώτοι ξένοι περιηγητές συνοδευόμενοι από φωτογράφους στα μέσα του 19ου αιώνα «παθιασμένοι» οπαδοί των ταξιδιών και συνάμα σταλμένοι από τα μεγάλα έντυπα του εξωτερικού, έφταναν στην Αθήνα με τις ογκώδεις μηχανές τους και το βαρύ εξοπλισμό τους, ύστερα από ένα μακρύ, κουραστικό ταξίδι, συχνά επικίνδυνο, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κατά τη διαμονή τους, τη ζέστη, την έλλειψη νερού, τη σκόνη, τα έντομα, τις μεταδοτικές ασθένειες και τα προβλήματα συνεννόησης με τους ντόπιους αχθοφόρους και δραγουμάνους (μεταφραστές της εποχής).
Την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα, η φωτογραφία ετοιμάζεται να εισέλθει δυναμικά στον επόμενο αιώνα. Χάρη στην τεχνική της εξέλιξη, ιδιαίτερα με την καθιέρωση του εύκαμπτου φιλμ (1880), αποκτά τη δυνατότητα να αποτυπώνει την κίνηση, ώστε ο φακός να γίνεται μάρτυρας των γεγονότων. Εξάλλου η κυκλοφορία των πρώτων φορητών φωτογραφικών μηχανών (1889) ενθαρρύνει πολλούς ερασιτέχνες να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους.

Σπάνια φωτογραφία. Από τις πρώτες φωτογραφίες της Ακρόπολης λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον λόφο του Φιλοπάππου. Το ζευγάρι που ατενίζει την Ακρόπολη είναι ξένοι περιηγητές, αν κρίνουμε από τη «φράγκικη» ενδυμασία, όπως την αποκαλούσαν οι φουστανελοφόροι Αθηναίοι της εποχής (φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Mπενάκη).



Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1852, μια φοβερή θύελλα ξέσπασε ξαφνικά στον ουρανό της Αθήνας. Ήταν μια θύελλα που, όπως καταγράφηκε από τους κατοίκους της εποχής, κυριολεκτικά σάρωσε οτιδήποτε συνάντησε στο πέρασμά της. Δέντρα ξεριζώθηκαν, σπίτια γκρεμίστηκαν, αλλά, το κυριότερο, η μια από τις τρεις κολώνες που έστεκαν χωριστά από τις υπόλοιπες στο ναό του Ολυμπίου Διός, στο κέντρο της πόλης, κατέπεσε. Το συμβάν αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαδιακό από τους Αθηναίους, ώστε επί πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν ήθελαν να προσδιορίσουν την εποχή εκείνη, έλεγαν χαρακτηριστικά: «τον καιρό της κολώνας».

Σπάνια φωτογραφία εφημερίδας τραβηγμένη από τις παρυφές της Ακρόπολης. Η χρονολογία άγνωστη, εικάζεται γύρω στο 1860. Διακρίνεται η πύλη του Αδριανού και οι στήλες του Ολυμπίου Διός. Διακρίνετε η πεσμένη κολώνα. Παρατηρείστε ότι το Ζάππειο, που αποπερατώθηκε το 1874, δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί και βέβαια το μεταγενέστερο Παναθηναϊκό στάδιο.

Η λεγόμενη Πύλη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού δεσπόζει ακόμη και σήμερα στην Αθήνα από το 125 μ.Χ. Παρατηρούμε στη φωτογραφία ότι στα μέσα του 19ου αιώνα η ΝΑ περιοχή κάτω από την Ακρόπολη ήταν εντελώς χέρσα (φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Mπενάκη).

Άποψη της Ακρόπολης γύρω στα 1865. O Δημήτρης Κωνσταντίνου, δεύτερος επαγγελματίας φωτογράφος στην Αθήνα μετά τον Φ. Μαργαρίτη, είναι ο πρώτος Έλληνας που ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τη φωτογράφηση αρχαίων μνημείων. Οι φωτογραφίες του, ποιοτικά και αισθητικά άρτιες, σήμερα στέκονται αντάξιες δίπλα σε εκείνες των επιφανών ξένων φωτογράφων της ίδιας εποχής.



Άποψη της Αθήνας, 1865. Χαρακτική του Bachelieu από τα φωτόγραφα του Δ. Κωνσταντίνου. Γράφει ο Κ. Σκόκος στο ημερολόγιο του (έκδοση 1910) για την Αθήνα του 1865: «Στην Αθήνα πια φραγκέψαμε. Θυμάμαι εδώ και λίγα χρόνια ακόμα, κάτω από την Ακρόπολη στην παλιά Πλάκα, ήταν ένα σωρό σπιτικά, που το καθένα ήταν σωστή ζωγραφιά. Γέροι φουστανελάδες κάθονταν στα καφενεδάκια, και τα κορίτσια της γειτονιάς έτρεχαν στη βρύση με τις στάμνες τους. Εκεί τώρα χτίστηκαν παλάτια (εννοεί τα νεοκλασικά) και τα λίγα σπιτάκια που απόμειναν ολοένα χάνονται, πολιτισμός θα μου πείτε».

Φωτογραφία της Ακρόπολης τραβηγμένη από το ύψος της σημερινής πλατείας του Θησείου, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Το 1880 κατεδαφίστηκαν τα μπροστινά κτίρια που βλέπουμε και χαράχθηκε η οδός Αποστόλου Παύλου που συνέδεε το Μοναστηράκι με τη συνοικία του Μακρυγιάννη (σημερινός  πεζόδρομος). Η Πλατεία του Θησείου έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα (φωτογραφική πηγή άγνωστη).



Η περιοχή των σημερινών Εξαρχείων, χωματουργικές εργασίες στην ομώνυμη πλατεία. Την εποχή εκείνη τα σημερινά Εξάρχεια ήταν προάστιο της Αθήνας (φωτογραφικό πηγή άγνωστη).

Το Ελληνικό Πιλοποιείο, από τις πιο επιτυχημένες ελληνικές επιχειρήσεις, ιδρύθηκε το 1886 από τον Ηλία Πουλόπουλο, έναν υφασματέμπορο από την Καλαμάτα που ήρθε στην Αθήνα αποφασισμένος να γίνει βιομήχανος. Το εργοστάσιο που έκτισε στο Θησείο ήταν πλήρως εξοπλισμένο ήδη το 1900 και τα καπέλα που κατασκεύαζε, αποσπούσαν διεθνή βραβεία. Η επιχείρηση λειτούργησε ως τα μέσα του 20ου αιώνα στο λιθόκτιστο κτήριο στην οδό Ηρακλειδών. Από το κτίριο έχει απομείνει μόνο ένα μικρό μέρος που έχει αποκατασταθεί στην αρχική του μορφή και ανήκει στο Πνευματικό Κέντρο «Μελίνας Μερκούρη» του Δήμου Αθηναίων.



Φωτογραφία τραβηγμένη από τον λόφο του Φιλοπάππου. Ο αρχαίος ναός που διακρίνεται είναι ο ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς που σώζεται ανέπαφος μέχρι σήμερα. Οι πρώτοι αρχαιολόγοι και ειδικοί πίστευαν ότι ο ναός ανήκε στον Θησέα, επειδή στην ζωοφόρο του υπάρχουν παραστάσεις από τη ζωή του, για αυτό και την περιοχή γύρω από το ναό την ονόμασαν Θησείο.

Η λεγόμενη και γραμμή 1 ή πράσινη γραμμή του μετρό της Αθήνας εγκαινιάστηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1869. Στη γραμμή λειτουργούσαν ατμοκίνητα τρένα, που συνέδεαν το Θησείο με τον Πειραιά και για τη λειτουργία της ήταν υπεύθυνη η εταιρία Σιδηρόδρομοι Αθηνών – Πειραιώς (Σ.Α.Π.). Η γραμμή επεκτάθηκε προς Ομόνοια και ηλεκτροδοτήθηκε το 1904 με την επωνυμία «Ελληνικοί Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι» (Ε.Η.Σ.), ενώ η εταιρία λειτουργίας μετονομάστηκε σε «Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών – Πειραιώς» (Η.Σ.Α.Π.) το 1976 ( φωτογραφική πηγή: EΛΙΑ από το Μουσείο του ΗΣΑΠ).



Από τις πρώτες στρατιωτικές αεροφωτογραφίες από αερόστατο (1890). Πάνω από τον λόφο του Φιλοπάππου (διακρίνεται και το ομώνυμο μνημείο) όπου φαίνεται το νότιο άκρο της Αθήνας. Η φωτογραφία μιλά από μόνη της….

Αεροφωτογραφία από αερόστατο της Ακρόπολης και της Πλάκας (1890) τότε που μαζί με το Ψυρρή, το Θησείο και το Μεταξουργείο ήταν οι μοναδικές της συνοικίες. Επίσης διακρίνονται και τα ανάκτορα (σημερινή Βουλή). Σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων από την Ακρόπολη βλέπουμε ότι η Αθήνα περιστοιχιζόταν από ελαιώνες, αμπελώνες και περιβόλια.



Για έναν περίπου αιώνα η ύδρευση ταλάνιζε την Αθήνα. Το παλαιό υδραγωγείο του Αδριανού είχε πάθει ανεπανόρθωτες ζημιές από τους πολέμους του ’21. Η Αθήνα υδρευόταν από τις 55 δημοτικές βρύσες που υπήρχαν σε διάφορα σημεία, οι οποίες συνεισέφεραν ελάχιστα έως και καθόλου στις καθημερινές ανάγκες της κατανάλωσης νερού. Ατελείωτες οι ουρές των Αθηναίων καθημερινά σε αυτές με τους τενεκέδες και τις στάμνες, καυγάδες για τη σειρά και φασαρίες. Χρυσές δουλειές έκαναν ωστόσο οι νερουλάδες που μετέφεραν με τα κάρα τους και πουλούσαν νερό στην Αθήνα, στα σπίτια που διέθεταν δεξαμενές από τις πηγές των γύρω χωριών, όπως της Κηφισιάς και του Αμαρουσίου. Μέχρι το 1924 η Αθήνα υδρευόταν κυρίως από τα νερά των πηγών της Πάρνηθας και από τον υπόγειο υδροφορέα. Το 1925 άρχισαν να κατασκευάζονται τα πρώτα σύγχρονα έργα ύδρευσης στην περιοχή της Πρωτεύουσας. Τη χρονιά αυτή υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρείας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών για τη χρηματοδότηση και κατασκευή έργων ύδρευσης της Πρωτεύουσας.

Φωτογραφία από την εφημερίδα Εστία το 1894. Παρουσιάζει τη δυτική πλευρά των τότε Ανακτόρων (σημερινή Βουλή). Παρατηρούμε ότι το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη δεν είχε γίνει ακόμη κι όλος ο χώρος είχε τη μορφή ενός πλούσιου άλσους. Η γύρω περιοχή δεν ήταν οικοδομημένη. Περιγράφει αξιωματικός των τότε Ανακτόρων: «Από την κεντρική είσοδο του κτιρίου των Ανακτόρων βλέπεις τον κάμπο του Ρουφ – Ρέντη – Μοσχάτου, με τα αγροτόσπιτα, τη θάλασσα, τη Σαλαμίνα, την Αίγινα κι όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, και τα γαλανά ακρογιάλια του Μοριά».



Διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου των Ανακτόρων, στο σημερινό μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, γύρω στο 1900. Αργότερα, το 1930, ξεκίνησαν οι εργασίες μετατροπής του κτιρίου σε κοινοβούλιο από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Τρία χρόνια μετά, στις 2 Αυγούστου του 1934, επί πρωθυπουργίας Παναγή Τσαλδάρη, εγκαινιάζεται στο ανακαινισμένο κτίριο η αίθουσα της Γερουσίας  και τον επόμενο χρόνο, στις 1 Ιουλίου 1935, επί ιδίου πρωθυπουργού πραγματοποιούνται πανηγυρικά σ’ αυτό οι εργασίες της Ε’ Εθνοσυνέλευσης, στη νέα αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής.

O βασιλικός κήπος, που το 1974, με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, μετονομάστηκε σε Εθνικό κήπο, έγινε για τον περιβάλλοντα καλλωπισμό των βασιλικών ανακτόρων. Τις πρώτες φυτευτικές εργασίες οργάνωσε και επέβλεψε ο Βαυαρός γεωπόνος Σμάρατ (Smarat) το 1839, όπου φυτεύτηκαν 15.000 καλλωπιστικά φυτά που μεταφέρθηκαν από τη Γένοβα, καθώς επίσης και με αυτοφυή είδη, που μετέφερε από το Σούνιο και την Εύβοια ο Πρώσος γεωπόνος Φρειδερίκος Σμιτ (Friedrich Schmidt), βοηθός τού Σμάρατ. Ο κήπος συνέχισε να επεκτείνεται, και για το σκοπό αυτό προσκλήθηκε ο Γάλλος κηποτέχνης Φρανσουά Λουί Μπαρώ (François Louis Bareaud), ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση τού κήπου από το 1845 έως το 1854. Τον Μπαρώ διαδέχθηκε ο Φρειδερίκος Σμιτ, ο οποίος διηύθυνε τον κήπο επί 30 χρόνια, φέρνοντας από το εξωτερικό πολλά φυτά, κατάλληλα για το κλίμα της Αττικής, συμπληρώνοντας έτσι τη φύτευση του κήπου στα σημερινά της όρια. Ο κήπος ήταν για την αποκλειστική τέρψη της βασιλικής οικογένειας και δεν ήταν ελεύθερος για τον Αθηναϊκό λαό.



Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι υπήρχε ένα θέατρο-κόσμημα στην πρωτεύουσα, το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, στη θέση του παλαιού Δημαρχείου (πλατεία Κοτζιά). Σε διαδοχικά σχέδια των Μπουλανζέ (1857) και Τσίλερ (1873) λειτούργησε από το 1888 έως το 1939 και πέρασε διάφορες φάσεις ταλαιπωρίας στο μισό αιώνα ζωής του. Το θέατρο αυτό είχε χωρητικότητα 1.500 θεατών και ήταν από τα καλύτερα και πολυτελέστερα της Ευρώπης, πραγματικά ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα. Όταν έφθασαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, μην ξέροντας που να τους στεγάσει, το ως γνωστό ανοργάνωτο κράτος σταμάτησε την λειτουργία του. Για 5 περίπου χρόνια οι πρόσφυγες («οι τουρκόσποροι», όπως τους αποκαλούσαν οι ανάλγητοι Αθηναίοι αστοί της εποχής), στοιβάζονταν κατά εκατοντάδες στο θέατρο αυτό. Εγκαταλειμμένοι από το κράτος, τις παγερές νύχτες του χειμώνα έκαιγαν τα καθίσματα και τα έπιπλα. Τις κουρτίνες τις έκαναν σκεπάσματα. Το θέατρο μαγαρίστηκε. Από το 1927, που μετακόμισαν και οι τελευταίοι πρόσφυγες, το θέατρο έμεινε ανενεργό και εγκαταλειμμένο. Τελικά το 1939 την κατεδάφισή του πρότεινε ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, υπουργός Διοίκησης Πρωτεύουσας (επί Μεταξά), με σύμφωνη απόφαση του δημάρχου Αμβρόσιου Πλυτά, λέγοντας στο Δημοτικό συμβούλιο ότι «η απαλλαγή της Αθήνας από το θέατρο θα ήταν ευεργέτημα».

Φωτογραφία μέρους της Ομόνοιας περί τα 1870. Διακρίνουμε τις κλειστές επιβατηγούς άμαξες, τις «Βικτώριες», όπως τις αποκαλούσαν. Οι ράγες των πρώτων ιππήλατων τραμ, που κατασκευάστηκαν το 1882, δεν υπάρχουν ακόμη.



Ο χώρος διαμορφώθηκε σε πλατεία το 1846 και αρχικά πήρε το όνομα Πλατεία Ανακτόρων και στη συνέχεια Πλατεία Όθωνος, προς τιμή του βασιλιά. Αποτελούσε το βορειότερο άκρο της πόλης και το τέρμα του εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων της εποχής. Το 1862 μετονομάσθηκε σε Πλατεία Ομονοίας, όταν στο χώρο αυτό συγκεντρώθηκαν κι έδωσαν όρκο «ομονοίας» οι αρχηγοί των αντιπάλων πολιτικών μερίδων, οι οποίες είχαν προκαλέσει λόγω του δυναστικού αιματηρές ταραχές στη χώρα (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).

Πλατεία Συντάγματος: Διαμορφώθηκε το 1843 και ονομαζόταν αρχικά και αυτή Πλατεία Ανακτόρων. Η πλατεία πήρε το σημερινό όνομά της από το Σύνταγμα, που αναγκάστηκε να εκδώσει ο βασιλιάς Όθωνας μετά από τη στρατιωτική περισσότερο εξέγερση και όχι λαϊκή, τη λεγόμενη Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, που αποδεδειγμένα είχε παρακινηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις, όταν, τότε, μόνο μία από αυτές, η Γαλλία, είχε θεσπίσει σύνταγμα. Διακρίνεται (αριστερό κτίριο) το κοσμικό καφενείο του Ζαχαράτου, «η μικρή Βουλή», όπως λεγόταν τότε, γιατί σ’ αυτό πολλές φορές παίχθηκε η τύχη, πολιτικών καταστάσεων. Στο εσωτερικό του είχε δύο αίθουσες. Στη μια κάθονταν οι απόστρατοι και εν ενεργεία στρατιωτικοί και στην άλλη οι πολιτικοί και οι λόγιοι της εποχής. Μπορούσε κανείς να διακρίνει τον Γιάννη Γρυπάρη, τον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον Γιώργο Σουρή, τον Πέτρο Κανελλίδη, τον Καλαποθάκη, τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, τον Κονδυλάκη, τον Εμμανουήλ Ροΐδη και άλλους (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).



Η πλατεία Συντάγματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Από αυτήν τη φωτογραφία μπορούμε να κατανοήσουμε και τα μέσα συγκοινωνίας της εποχής. Διακρίνουμε τα πρώτα ιππήλατα τραμ που κινούντο πάνω σε σταθερές ράγες για να μη μεταφέρονται οι κραδασμοί στην καμπίνα και για να μειωθεί η τριβή των τροχών αυξάνοντας την έλξη των ίππων. Μπορεί η Αθήνα να μην είχε νέφος τότε αλλά πνιγόταν στη σκόνη που σήκωναν οι άμαξες και τα κάρα. Διακρίνουμε και ένα μόνιππο (λαντό). Τα μόνιππα, που ήταν κάτι σαν τα σημερινά ταξί, έκαναν πιάτσα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Οι πολλοί ευκατάστατοι Αθηναίοι είχαν δικά τους λαντό σαν τα σημερινά Ι.Χ.

Στην Αθήνα αναπτύχθηκε δίκτυο ιππήλατων τροχιοδρόμων μετρικού εύρους, το 1882, για την ακρίβεια: από τη βελγικών συμφερόντων Εταιρεία Τροχιοδρόμων Αθηνών – Πειραιώς – Περιχώρων (Ε.Τ.Α.Π.Π.). Το δίκτυο αυτό ηλεκτροδοτήθηκε, αναβαθμίσθηκε και επεκτάθηκε μεταξύ 1906 και 1908, ενώ υπέστη τροποποιήσεις και προσθήκες και μεταγενέστερα. Το εισιτήριο με άμαξα αγγλικού τύπου Βικτώρια (μεγάλη άμαξα με δυο ή και τέσσερα άλογα ήταν τα λεωφορεία της εποχής) ήταν αρχικά μια δεκάρα. Όταν όμως άρχισε ο συναγωνισμός με το τραμ, το εισιτήριο κόστιζε μια πεντάρα. Επειδή δεν μπόρεσαν να αντέξουν και τον ιπποκίνητο ακόμη «τροχιόδρομο» της οδού Σταδίου, εγκατέλειψαν τη γραμμή αυτή κι εγκαταστάθηκαν στο Σταθμό Λαρίσης, κάνοντας τη διαδρομή μέχρι το Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, κοντά στην Ομόνοια. Τελικά όμως υπέκυψαν στα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).




Το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετάνιας χτίστηκε το Ι842, στον ίδιο χώρο, από τον Αντώνιο Δημητρίου, σε σχέδια του μεγάλου αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν. Ένα κτίριο με δυο κατοικίες (Δημητρίου-Λημνού), γραφεία στο ισόγειο και κοινόχρηστους χώρους. Για αρκετά χρόνια (1856-1873) χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Τελικά το 1874 έγινε ξενοδοχείο. Παρατηρούμε ότι το ξενοδοχείο δεν ήταν τότε όπως το βλέπουμε σήμερα (φωτογραφική πηγή: ταχυδρομική κάρτα της εποχής).

Άποψη της Αθήνας γύρω στο 1900. Η φωτογραφία ρετουσαρίστηκε σε έγχρωμη κι έτσι μπορούμε να δούμε αριστερά από το Παναθηναϊκό στάδιο το καταπράσινο Παγκράτι (φωτογραφία από ταχυδρομική κάρτα).

http://www.istorikathemata.com

Recommended For You