Κυνηγώντας το όνειρο σαν μετανάστης στην Αμερική

Έχει συμπληρωθεί κάπου ένας αιώνας από τότε που λίγες δεκάδες Έλληνες (126 το 1882) άνοιξαν το δρόμο της μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ. Στα χρόνια που ακολούθησαν – και ιδιαίτερα από το 1896, τους μιμήθηκαν χιλιάδες συμπατριώτες τους, σπρωγμένοι από την ανάγκη και τα οράματα της εύκολης επιτυχίας και της έντιμης επιστροφής. Γύρω στα 1910 – 1915 η μετανάστευση είχε προσλάβει τις διαστάσεις της εθνικής συμφοράς για την Ελλάδα, ενώ ο μύθος για τη νέα ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ κατέρρεε με θόρυβο συντρίβοντας τα ακριβοπληρωμένα όνειρα των ξεριζωμένων. Το 1920 – 1922 η Αμερική «έκλεισε την πόρτα» στους ξένους. Σήμερα, μετά από 60 χρόνια, ο μύθος εξακολουθεί (πόσοι από μας δε φαντάζονται το μετανάστη των άρχων του αιώνα σαν χρυσοφόρο «θείο από την Αμερική») και θα πρέπει επιτέλους να ξεγυμνωθεί. Παρακάτω θα επιχειρήσουμε μια αναδρομή στην εποχή και θα καταγράψουμε τα πρώτα βήματα του ξεριζωμένου ελληνισμού στη «φιλόξενη» νέα του πατρίδα, με στοιχεία που δόθηκαν τότε στη δημοσιότητα.

Για τα γενικότερα αίτια (κοινωνικά – οικονομικά κ.λπ.) που έσπρωξαν τον Έλληνα στο δρόμο της ξενιτιάς, η βιβλιογραφία είναι απέραντη και οι γνώμες πολλές. Αν και μια σχετική μελέτη είναι πέρα και έξω από τα όρια και τις δυνατότητες αυτού του άρθρου δεν μπορούμε να μην παραθέσουμε μια αρκετά «προφητική» απορία, που δημοσιεύτηκε σε εντελώς ανύποπτο χρόνο: έγραψε η «Εστία» στις 30/5/1882.

«Να συμβάλλη το Βέλγιον, να συμβάλλη η Ολλανδία, να συμβάλλη η Αγγλία και η Γερμανία εις την πύκνωσιν του πληθυσμού της Αμερικής είναι ευνόητον… αλλ’ εξ Ελλάδος, εν η έκαστον τετραγωνικόν χιλιόμετρον κατοικείται υπό 30 ψυχών, να μεταναστεύωσιν οι κάτοικοι είναι αληθώς περίεργον το φαινόμενον αν μη είναι σπουδαιότατον…».

Στα νύχια απατεώνων

Άσχετα με τα γενικότερα κίνητρα της μετανάστευσης στις ΗΠΑ, αποφασιστικά συνετέλεσαν στην επέκταση της οι διάφοροι «πράκτορες» των ατμοπλοϊκών εταιρειών – πρόσωπα τυχοδιωχτικά, πανούργα και ανυπόληπτα – που γυρνούσαν αδιάκοπα την επαρχία και προπαγάνδιζαν τη φυγή προς το νέο «παράδεισο». Ο Θ. Μηνόπουλος, σε εργασία του για τη μεταναστευτική κίνηση από την περιοχή της Τρίπολης (1917) αναφέρει ότι «και εις αυτά ακόμη τα χωρία είναι εγκατεστημένοι» και επίσης ότι «παριστώσι εις τους απλούς χωρικούς την εν Αμερική κατάστασιν των συμπατριωτών των ως αρίστην». Η ανταπόκριση στα κηρύγματα αυτά ήταν κάθετα θετική και χαρακτηριστική είναι η γνώμη του Σ. Κανούτα, που έγραφε στον «Ελληνοαμερικανικό Οδηγό» του (1908).

«Οι πάντες δε και απανταχού της Ελλάδος και των ελληνικών χωρών, νέοι και γέροντες, άγαμοι ή έγγαμοι, εγγράμματοι ή αγράμματοι, ορεινοί ή πεδινοί, χωρικοί ή αστοί ρωμαλαίοι ή καχεκτικοί, έχουσι καταληφθή υπό Αμερικανίτιδος, αι δε επιτυχίαι τινών εκ των αρχαιοτέρων μεταναστών εν τω Νέω Κόσμω, εξογκούμεναι και μεγαλοποιούμεναι δια της φαντασίας και της φήμης, ενίοτε δε και δι’ εφημερίδων τινών, δεν αφήνουσι αυτούς να ησυχάσωσιν εν τη πατρώα γη. .».

Φαίνεται πάντως ότι η δραστηριότητα των πρακτόρων ξέφευγε συχνά από τα όρια της νομιμότητος. Ο Δ. Μασκαλέρης, αναφερόμενος σε παραδείγματα από την περιοχή της Τεγέας (1916), υποστηρίζει ότι οι πράκτορες έφταναν στο σημείο του κοινού απατεώνα και καταχραστή, εισπράττοντας υπέρογκα ποσά από τους υποψήφιους μετανάστες για να «μεσολαβήσουν» στις αρχές (όταν υπήρχαν τυπικά κωλύματα), πολλές φορές μάλιστα εξαπατούσαν ή και εξαγόραζαν τους ίδιους τους αρμόδιους υπάλληλους. Και καταλήγει λέγοντας ότι ο πράκτορας «κρατεί την μερίδα του λέοντος, απολαβών προς τούτοις και της… ευγνωμοσύνης των μεταναστών».

Τα πάντα για ένα εισιτήριο

Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα των υποψήφιων μεταναστών ήταν η εξοικονόμηση του αρκετά σοβαρού, για την εποχή εκείνη, ποσού των 400 – 500 δραχμών, που χρειάζονταν για το εισιτήριο και τα έξοδα του ταξιδιού. Ο Σ. Κανούτας μας πληροφορεί ότι δανείζονταν το ποσό αυτό υποθηκεύοντας τη μικρή κτηματική περιουσία στο χωριό (δική τους ή πατρική), ελπίζοντας ότι γρήγορα θα εξοφλήσουν το χρέος με τη νέα δουλειά τους «την σκληρότητα της οποίας ουδέποτε φαντάζονταν». Το μέλλον όμως επιφύλασσε δυσάρεστες εκπλήξεις και συνήθως τα χρέη έμεναν ανεξόφλητα, έτσι ώστε οι αδίσταχτοι τοκογλύφοι να αποκτούν εύκολα αμύθητες περιουσίες. Έτσι γινόταν ακόμα πιο δύσκολος ο δρόμος της επιστροφής, μια και η παλιννόστηση σήμαινε, όχι μόνο «ατίμωση», αλλά και έλλειψη κάθε δυνατότητας επιβίωσης.

Έλληνες μεταλλωρύχοι στη Μοντάνα. Οι πιο άτυχοι από τους μετανάστες. Εξαντλητικά ωράρια, ομαδική κατοίκηση σε άθλια παραπήγματα, αρρώστιες και ακρωτηριασμοί.

Πολλά γράφτηκαν για τις φριχτές συνθήκες, κάτω από τις οποίες μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ οι χιλιάδες Έλληνες μετανάστες, στιβαγμένοι σε καταστρώματα ή αμπάρια, χωρίς επαρκή τροφή, φάρμακα, ρουχισμό και στοιχειώδεις ανέσεις (παραστατικότερη εικόνα δε θα μπορούσε να δοθεί από εκείνην της ταινίας «Αμέρικα – Αμέρικα» του Ε. Καζάν). Στα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η «φιλάνθρωπη» δράση των πλοιάρχων, καθώς και των άλλων εκπροσώπων της πλοικτήτριας εταιρείας, που φρόντιζαν να καταληστεύουν τις πενιχρές οικονομίες των «φυγάδων», με κάθε λογής τεχνάσματα. Η Μ. Σαραντοπούλου – Οικονομίδου, που γνώρισε ως δημοσιογράφος από κοντά τους μετανάστες, στο θαυμάσιο βιβλίο της «Οι Έλληνες της Αμερικής όπως τους είδα» (Νέα Υόρκη, 1916), χαρακτηρίζει το ταξίδι αυτό ως «τον πρώτον σταθμόν του εξευτελισμού και της ταπεινώσεως του μετανάστου, το αρχικόν σημείον καταρρακώσεως του ατομικού εγωισμού».

Η «υποδoχή» στην καραντίνα του ELLIS

Μετά από ένα τόσο «ευχάριστο» ταξίδι, ο μετανάστης αντίκρυζε επιτέλους το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Η πρώτη επαφή του με το αμερικάνικο κράτος γινόταν – όπως γράφουν οι Ι. Γεωργακόπουλος και Ε. Παπαχέλης στη μελέτη τους «Ο Έλλην εν Αμερική» (1917) – στο νησί ELLIS, όπου εξεταζόταν από γιατρούς και άλλους αρμόδιους, επιφορτισμένους να διαπιστώσουν αν συντρέχουν οι όροι του νόμου για την είσοδο στη χώρα (πρόκειται για τον περίφημο νόμο «περί μετανάστευσης» του 1906, που απαγόρευσε την είσοδο ορισμένων κατηγοριών μεταναστών, όπως ηλιθίων, φρενοβλαβών, τελείως άπορων, εκείνων που είναι βάρος για την κοινωνία – γερόντων, εγκληματιών, πολυγαμιστών, αναρχικών, πόρνων, ασυνόδευτων ανηλίκων κ.λπ). Όσοι εξετάζονταν και αποδεικνύονταν υγιείς, περνούσαν τη σχετική ανάκριση (συνήθως ήταν προετοιμασμένοι για το τι απαντήσεις θα δώσουν) και αν όλα πήγαιναν καλά έπαιρναν το «ελεύθερο». Οι υπόλοιποι στιβάζονταν και πάλι στο πλοίο, για να υποστούν την τραγική δοκιμασία της επιστροφής. Αξίζει τον κόπο να δώσουμε και πάλι το λόγο στη Σαραντοπούλου, που περιέγραψε ως εξής την πρώτη «γεύση» Αμερικής από το μετανάστη: «… αισθάνεται την ψυχήν του συσφιγγομένην υπό την πίεσιν της αορίστου εκείνης αγωνίας, ήτις προηγείται πάντοτε της στιγμής η οποία πρόκειται να μας θέση εις επικοινωνίαν προς το άγνωστον. Έφθασεν πλέον εις την θρυλλικήν γην της επαγγελίας… Η ψυχή του, την οποία κατατρώγει η δίψα του χρυσού, λούεται από μαγικήν δολλαρίων βροχήν… η φαντασία του στρεφόμενη προς τα οπίσω βλέπει ωρθουμένην εις καλλιμάρμαρον την χωρικήν καλύβην…»

Και συνεχίζει, δίνοντας το περίγραμμα των διαδικασιών που ακολουθούν:

Ελληνίδες μετανάστριες, με την… ευτυχία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους, σε σχολή εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας. Δύο χαμογελάνε…

«Εμπάτε στη γραμμή, διερμηνεύει ο αρμόδιος αξιωματικός του πλοίου στεκόμενος επι της εισόδου της αγούσης προς τα διαμερίσματα της Γ’ θέσεως. Αλλοίμονον. Από της στιγμής αυτής άρχεται η ταπείνωσις, η πικρά δοκιμασία την οποίαν υφίσταται ο δυστυχής μετανάστης, καθ’ όλον τον χρόνον της πικρός βιοπάλης, ήτις τον αναμένει.

Η δημοσιογράφος Μ. Σαραντοπούλου – Οικονομίδου, με Έλληνες εργάτες σιδηροδρομικών γραμμών, στο Όρεγκον: «Δεν έχουν μονίμους κατοικίας… ζώσι πλάνητα ζωήν… κοιμώνται εντός φορτηγών τραίνων, τα οποία σύρουν προς τα εμπρός εφ’ όσον η εργασία των προχωρεί…».

«Εμπάτε στη γραμμή, διερμηνεύει ο αρμόδιος αξιωματικός του πλοίου στεκόμενος επι της εισόδου της αγούσης προς τα διαμερίσματα της Γ’ θέσεως. Αλλοίμονον. Από της στιγμής αυτής άρχεται η ταπείνωσις, η πικρά δοκιμασία την οποίαν υφίσταται ο δυστυχής μετανάστης, καθ’ όλον τον χρόνον της πικρός βιοπάλης, ήτις τον αναμένει.

Η δημοσιογράφος Μ. Σαραντοπούλου – Οικονομίδου, με Έλληνες εργάτες σιδηροδρομικών γραμμών, στο Όρεγκον: «Δεν έχουν μονίμους κατοικίας… ζώσι πλάνητα ζωήν… κοιμώνται εντός φορτηγών τραίνων, τα οποία σύρουν προς τα εμπρός εφ’ όσον η εργασία των προχωρεί…».

Τεμάχια ερυθρού χάρτου φέροντα αναγεγραμμένον τον αριθμόν του δηλωτικού του ατμόπλοιου, υπό τον οποίον εμφαίνεται έκαστος των μεταναστών, εξαρτώνται από το στήθος ενός εκάστου, αδιακρίτως φύλου και μετά την αρίθμησιν, δίκην αγέλης κτηνών, οι μετανάσται αποβιβάζονται από του ατμόπλοιου ‘επί του υπηρεσιακού ρυμουλκού, το οποίον θα τους φέρη εις το Υγειονομείον. Από της στιγμής αυτής μέχρι της μεταφοράς του εις Νέαν Υόρκην, ή της επιβιβάσεως του επί του σιδηροδρόμου διά το εσωτερικόν, ο μετανάστης χάνει την ατομικότητα του. Δεν είναι πλέον άνθρωπος με όνομα. Ως οι κατάδικοι του κάτεργου είναι και αυτός αριθμός. To ELLIS ISLAND είναι ο πρώτος σταθμός δια του οποίου διερχόμενος ο μετανάστης, αισθάνεται περιφρονουμένην την ατομικήν του υπόστασιν, ταπεινουμένην την εθνικήν του συνείδησιν».

Σε αναζήτηση δουλειάς

Αφού περνούσε τις εξετάσεις του ELLIS ο μετανάστης, είτε μεταφερόταν στη Νέα Υόρκη και εγκαταλειπόταν εκεί, είτε κατευθυνόταν στο σιδηροδρομικό σταθμό για να συνεχίσει το ταξίδι του στο εσωτερικό της χώρα. Σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα ήταν ένα: η εξεύρεση μιας «προσωρινής» δουλειάς, μέχρι να παρουσιαστεί η «ευκαιρία». Ο μεγάλος όγκος των μεταναστών αποκλειόταν στις πόλεις και αρχικά προσπαθούσε να βρει καταφύγιο σε γνωστούς, συγγενείς και φίλους, που βρίσκονταν από καιρό εκεί και – λίγο ή πολύ – τους είχαν παρακινήσει σ’ αυτήν την περιπέτεια. Οι νέες εκπλήξεις ήταν όμως δυσάρεστες: άλλες φορές οι γνωστοί αδιαφορούσαν τελείως (δεν περίμεναν δα να πάρει «τοις μετρητοίς» ο άλλος τα όσα είχαν γράψει και να «κουβαληθεί»), άλλοτε αδυνατούσαν και αυτοί οι ίδιοι να επιβιώσουν και το πολύ – πολύ να «τρύπωναν» το νεοφερμένο σε κάποια «δουλειά του ποδαριού» και άλλοτε φρόντιζαν – όσοι είχαν κατορθώσει να στήσουν κάποιο μαγαζί ή μικροεπιχείρηση (εστιατόριο, στιλβωτήριο, ανθοπωλείο κ.λπ.) – να τον εκμεταλλευτούν αλύπητα, γνωρίζοντας την αδυναμία του να αμυνθεί.

Αν δεν είχε κανείς την «ευτυχία» του γνωστού, επιχειρούσε συνήθως να ακολουθήσει το «επιτυχημένο» (όπως του είχαν πει) επάγγελμα του μικρέμπορα (κυρίως του πλανόδιου μανάβη), ο κορεσμός όμως της αγοράς δεν άφηνε μεγάλα περιθώρια κέρδους. Άλλοι πάλι αρκέστηκαν στην εύκολη λύση του ξενοδοχοϋπάλληλου ή του λατζέρη, που – όπως σημειώνει ο Σ. Κανούτας – «δεν δύναται να υποφέρωσι τον μεμολυσμένον αέρα, την υγρασίαν και τας άλλας κακουχίας».

Στις συνθήκες αυτές η αγωνία για επιβίωση μετατρεπόταν εύκολα σε πανικό και ο μετανάστης εγκατέλειπε τα όνειρα του για να αποκτήσει μια δουλειά, μια οποιαδήποτε δουλειά, σε οποιοδήποτε σημείο των ΗΠΑ, που τουλάχιστον θα του εξασφάλιζε ένα σταθερό, έστω και μικρό, μεροκάματο, καθώς και στοιχειώδεις συνθήκες ζωής. Την απελπισία και την αμάθεια του εκμεταλλεύτηκαν επιτήδεια διάφοροι τυχοδιώχτες (πράχτορες) που θησαύρισαν γρήγορα σε βάρος του. Γράφει ο Μ. Παπαγιαννάκης στο άρθρο του «Η μετανάστευσις εν Κρήτη» (1917):

«Ο μετανάστης καταφεύγει εις τίνα πράκτορα, όστις τω ευρίσκει πράγματι εργασίαν και επί αδρά αμοιβή αλλ’ επί τω δολίω σκοπώ όπως, μετά τίνων ημερών εργασίαν, τον απόλυση και διορίση άλλους, τους οποίους κατά τον ίδιον τρόπον μέλλει να εκμεταλλευθή».

Τα παραπάνω είναι αρκετά για να δώσουν μια μικρή μόνο εικόνα των πρώτων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες μετανάστες, όταν πατούσαν στο έδαφος των ΗΠΑ. Έτσι είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί χιλιάδες από αυτούς «συμβιβάστηκαν» στο μεροκάματο του εργάτη λατομείων, του εργάτη σιδηροδρομικών γραμμών και του εργάτη εργοστασίου…

Στις σκοτεινές στοές

Ο μετανάστης που κατευθύνθηκε στα λατομεία, στα ανθρακωρυχεία και στα μεταλλεία (Νεβάδα, Γιούτα, Ουαΐόμινγκ, Κολοράντο, Καλιφόρνια) ήταν αναμφισβήτητα ο πιο άτυχος. Η ζωή του στα κολαστήρια αυτά ήταν ανυπόφορη, η εκμετάλλευση ανεξέλεγκτη, η εργασία εξουθενωτική και οι ελεύθερες ώρες λίγες και ανούσιες. Οι εργάτες ζούσαν στιβαγμένοι σε άθλια παραπήγματα, ο ένας πάνω στον άλλο, υποσιτίζονταν και δεν είχαν ούτε στοιχειώδη περίθαλψη και ασφάλεια. Η Σαραντοπούλου επισκέφτηκε τέτοιους χώρους και συμπέρανε ότι στις συνθήκες αυτές διαβίωσης ο άνθρωπος εξαντλείται σωματικά, νεκρώνεται διανοητικά και γίνεται ηθικά υπάνθρωπος:

«Ο εργάτης των βιομηχανιών αυτών δεν συναντά άτομα αλλά χαλύβδινον εργατικόν σύστημα. Εάν αι συνθήκαι υφ’ ας εργάζεται εν Γιούτα δεν είναι αρεσταί, δεν ελπίζει ότι εν Κολοράδω ή εν Νεβάδα ή εν Γουαϊόμινγκ να εύρη αλλοίας. Όλαι εν γένει αι κολοσσιαίοι αύται επιχειρήσεις λειτουργούν υπό το αυτό σύστημα. Το σύστημα του Κεφαλαίου κατά του εργάτου».

Και συμπληρώνει, αναφερόμενη στην ασφάλεια και την περίθαλψη των μεταναστών:

«Εάν ο εργάτης υποστεί βλάβην εν τη υπηρεσία και καταστεί ανίκανος δια το μέλλον προς εργασίαν, τότε πρέπει να κινήση ούτος αγωγήν κατά της εταιρείας προς αποζημίωσιν. Είναι όμως εύκολον τούτο; Η εταιρεία είναι πλούσια και ισχυρά, ο εργάτης πτωχός και ασθενής. Εκείνη έχει προς υπεράσπισίν της στρατειάν ολόκληρον δικηγόρων… και ο εργάτης είναι άνευ του απαιτουμένου χρήματος, αδαής της γλώσσης, εν τέλει εγκαταλελειμένος.

…Οι ιατροί των εταιρειών αυτών είναι εγκληματίαι του χειρίστου είδους, οι οποίοι όμως διεκφεύγουν της δικαιοδοσίας του νόμου… εν επιγνώσει της ανικανότητας των να θεραπεύουν τους εργάτας, τους απεστέλλωσι εις τα βασίλεια του Πλούτωνος ή τους ακρωτηριάζουν αποκόπτοντες χέρι ή πόδι, το οποίον δεν είχεν κατ’ αρχάς ή αμυχήν ελαφράν μόνον…».

«Προχωρώντας με το σιδηρόδρομο»

Χιλιάδες Έλληνες μετανάστες ταλαιπωρήθηκαν χρόνια ολόκληρα στην εξαιρετικά κοπιαστική και κακοπληρωμένη δουλειά του εργάτη σιδηροδρόμων. Ήταν κάτι σαν πρόσφυγες, χωρίς μόνιμη κατοικία (κοιμόντουσαν στα βαγόνια του διαρκώς μετακινούμενου συνεργείου) και η επαφή τους με την «κοινωνική ζωή» ήταν καθαρά συμπτωματική (όταν η γραμμή περνούσε κοντά σε κατοικημένη περιοχή, πήγαιναν ομαδικά να «καταθέσουν» τις πενιχρές οικονομίες τους σε εφήμερες διασκεδάσεις). Ο Σ. Κανούτας αναφέρει ότι τα δυστυχήματα στη δουλειά ήταν συχνότατα Σημειώνει:

«Αλλά μη νομίση τις ότι αι εργασίαι αυταί είναι σταθεροί και μόνιμοι. Ένεκα πλείστων όσων λόγων και ποικίλων αιτίων και αφορμών, αι εταιρείαι αποβάλλουν λίαν συχνά τους εργάτας, οι οποίοι μέχρις ου εύρωσιν νέαν εργασίαν, εξοδεύουσι τας μικρός των οικονομίας…».

Δεκατέσσερις ώρες στη φάμπρικα…

Το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων μεταναστών που παγιδεύτηκαν στις πόλεις, μετά από αγωνιώδεις και συνήθως αποτυχημένες προσπάθειες να «στηθεί» κάποια δουλίτσα, κατέφευγε στη βαριά βιομηχανία, τη μεγάλη χοάνη που κατάπινε όνειρα και φιλοδοξίες, τη μέγγενη που συνέτριβε αργά – αργά κάθε σωματική και ψυχική αντοχή.

Ήταν τότε η φάση της πιο ωμής και ανεξέλεγκτης ανάπτυξης του αμερικάνικου καπιταλισμού, που – έχοντας ανάγκη από όλο και περισσότερα εργατικά χέρια – προλεταροποιούσε μεγάλες μάζες λαού, προερχόμενες από τα αγροτικά κυρίως στρώματα, τους κατεστραμμένους μικροϊδιοκτήτες και μικροεπιχειρηματίες και φυσικά τους μετανάστες. Οι συνθήκες δουλειάς στις φάμπρικες των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων ήταν απάνθρωπες, η εργατική νομοθεσία απλός τύπος και η κοινωνική ασφάλιση κοροϊδία. Οι εργάτες δούλευαν 10 – 14 ώρες την ημέρα χωρίς διακοπή, σε αποπνικτική και εφιαλτικά θορυβώδη ατμόσφαιρα, κάτω από το άγρυπνο μάτι του επιστάτη, για λίγα δολάρια. Ειδικά για τους ξένους – που ήταν ανίσχυροι, αποκομένοι και ευάλωτοι – επικρατούσε καθεστώς φοβερής αισχροκέρδειας, κυρίως ως προς τις γυναίκες και τα παιδιά. Στις συνθήκες αυτές ήταν φυσικό να γεννηθούν ισχυρές αντιδράσεις από την πλευρά των εργαζομένων, να αναπτυχθούν σοβαροί διεκδικητικοί αγώνες, στους οποίους όμως – όπως θα δούμε παρακάτω – η συμμέτοχη των Ελλήνων μεταναστών ήταν κάθε άλλο πάρα θετική.

Η Ελλάδα του γκέτο

Μέσα στη μωσαϊκή και ετερόκλητη κοινωνία των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων, ο Έλληνας μετανάστης ανακάλυψε την Ελλάδα, μια Ελλάδα μακρινή και ποθητή, μια Ελλάδα χωρίς αρχαιοπρεπείς χιτώνες, επινίκειους παιάνες και μεγαλοϊδεάτικους οραματισμούς. Η συνειδητοποίηση της παγίδευσης του στο εχθρικό περιβάλλον, η αγωνία του να διασώσει ότι μπορούσε από αγαπημένες αναμνήσεις και – το κυριότερο – η ανάγκη να αμυνθεί συλλογικά, τον ένωσε με τους άλλους άτυχους συμπατριώτες του. Ο Έλληνας μετανάστης μπήκε έτσι στην ομάδα, δημιούργησε την «παροικία» και χωρίς καλά – καλά να το καταλάβει, βρέθηκε στο γκέτο. Τι είναι γκέτο δύσκολο να το περιγράψει κανείς. Οι χρονικογράφοι της εποχής αναφέρουν κάτι για βρόμικες συνοικίες στις πιο «ταπεινές» περιοχές των μεγαλουπόλεων, όπου κατοικούσαν ομαδικά οι μετανάστες κάθε συγκεκριμένης εθνικότητας, βιώνοντας έτσι κάποια συλλογική ύπαρξη ή κάποια συλλογική δύναμη (πραγματική η συναισθηματική). Η Σαραντοπούλου αναφέρει ότι οι ιδιόμορφοι αυτοί οικιστικοί πυρήνες δημιουργήθηκαν βασικά από τους βιομηχανικούς εργάτες (κοντά στους χώρους δουλειάς) όταν αυτοί ξεπερνούσαν τους 300 – 400. Εκεί έστηνε την έδρα του το ελληνικό μικρομάγαζο και κυρίως το ελληνικό καφενείο. Και συνεχίζει:

«Οταν τελειώση το βράδυ την εργασίαν θα επισκεφθή τα καφενεία διά να συνάντηση τους φίλους του και ούτω του δοθή η ευκαιρία να κινήση το όργανον αυτό το οποίον καλείται γλώσσα και το οποίον καταδικάζεται εις την δι’ ακινησίας σκωρίασιν κατά τας εργάσιμους ώρας… Εκεί θα διονυχιση την πολιτικήν της πατρίδος του, θ’ ακούση τας σχετικάς βλασφημίας και κατόπιν της αναπαύσεως και της διασκεδάσεως αυτής θα υπαγη να κατακλιθή εις το ανήλιον, βρωμερόν και εν συνωστισμώ πάντοτε, τις οίδε μετά ποσών άλλων, κατοίκημά του».

Ο «θείος από το Αμέρικα»

Ίσως ο μύθος για τον επιτυχημένο «θείο από την Αμερική» να έλκει τις ρίζες του από τη δράση της ολιγάριθμης κατηγορίας των Ελλήνων μεταναστών που κατόρθωσαν να δημιουργήσουν κάποια δίκη τους μικροεπιχείρηση (συνήθως μαγαζί), η οποία – αν όχι τίποτ’ άλλο – τους εξασφάλιζε μια ανθρώπινη επιβίωση. Χαρακτηριστικό όμως του μύθου – όπως και κάθε μύθου – είναι η υπερβολή. Οι περισσότερες ελληνικές μικροεπιχειρήσεις δεν ήταν παραγωγικές και εξελίξιμες και, αν δε χρεοκοπούσαν γρήγορα, κατόρθωναν απλώς να διασωθούν η και να αναπτυχθούν ελάχιστα (εισάγοντας τους δημιουργούς τους στη «μεσαία» κοινωνική τάξη). Αν όμως οι περιπτώσεις τέτοιων επιτυχημένων επιχειρήσεων είναι γενικά λίγες (σε αντιστοιχία με τον κύριο όγκο των Ελλήνων μεταναστών, που αποτελούσαν συνήθως και την πελατεία), τα παραδείγματα Ελληνοαμερικανών μεγαλοκεφαλαιούχων ήταν ελάχιστα και δεν αποδεικνύουν τίποτα. Ο Έλληνας μετανάστης δεν κατόρθωσε γενικά να προσπελάσει στη μεγαλοαστική τάξη και παρέμεινε δέσμιος της μισθωτής σχέσης η – εξαιρετικά – του μικρομάγαζου του. Οι Ι. Γεωργακόπουλος και Ε. Παπαχελής βεβαιώνουν ότι κυρία επιχειρηματική δραστηριότητα των Ελλήνων μεταναστών υπήρξαν τα ανθοπωλεία, τα μανάβικα, τα ζαχαροπλαστεία, τα εστιατόρια, τα μπακάλικα, τα κουρεία, τα στιλβωτήρια, τα καφενεία, τα καφωδεία (καφέ – αμάν) και οι μπιραρίες, στα οποία πήγαιναν συνήθως οι ίδιοι οι Έλληνες. Στους Έλληνες επίσης απευθυνόταν και η εκδοτική δραστηριότητα ορισμένων έξυπνων ομογενών, που φρόντισαν να κυκλοφορήσουν αρκετές ελληνόφωνες εφημερίδες και περιοδικά («Ατλαντίς», «Εθνικός Κήρυξ». «Πανελλήνιον», «Σημαία», «Θερμοπύλαι», «Αστήρ». «Αθήναι» και άλλα).

Ο Σ. Κανούτας επιβεβαιώνει ως εξής τα παραπάνω:

«Κερδίζουσι οι εν Αμερική Έλληνες μετανάσται; Πόσα κερδίζουσι και πως; Νομίζομεν ότι επ’ αμφοτέρων των ζητημάτων τούτων οι εν Ελλάδι και αλλαχού ομογενείς έχουσι λίαν πεπλανημένην ιδέαν Βεβαίως υπάρχουσιν αρκετοί εκ των αρχαιοτέρων μεταναστών οι οποίοι, μετά πολλών ετών κόπους και μόχθους, ίδρυσαν και διατηρούσιν επικερδείς τινάς εργασίας και επιχειρήσεις και κερδίζουν οποσούν ανέτως ήδη, αν και όχι τοσον πολλά όσα φαντάζονται οι εν Ελλάδι Αλλ’ οι τοιούτοι είναι ολίγοι και δεν πρέπει να κρίνει τις το όλον εκ του ολίγου Οι νεώτεροι μετανάσται. έκτος ολίγων εξαιρέσεων, δεν κερδίζουν ποσώς, η κερδίζουσι πολύ ολίγα η ελάχιστα, και ταύτα δια της αυστηρός οικονομίας και της υπερβολικής εργασίας».

Η υπεροψία του γηγενή

Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει το τι στάση κράτησαν οι «καθαρόαιμοι» Αμερικανοί απέναντι στους Έλληνες μετανάστες και το ποσό «φιλικά» αντιμετώπισαν τους νέους αυτούς «συμπατριώτες» τους. Καλή πηγή πληροφόρησης πάνω στο θέμα είναι η λιγοσέλιδη αλλά εξαιρετικά διαφωτιστική εργασία των Β. και Λ Μελά «Αντίδρασις κατά της ελληνικής μεταναστεύσεως εις την Αμερικήν», όπου δίνεται με αδρές γραμμές η ατμόσφαιρα της εχθρότητας, της καχυποψίας και της περιφρόνησης των γηγενών προς το μετανάστη, ιδιαίτερα τον Έλληνα. Οι αιτίες της στάσης αυτής ήταν πολλές και διάφορες, άλλες αδικαιολόγητες και άλλες – μπορούμε να πούμε – δικαιολογημένες.

Ο Έλληνας μετανάστης – όπως και κάθε μετανάστης – συνειδητοποίησε γρήγορα πως ο μέσος Αμερικάνος τον αντιμετώπιζε με υπεροψία, σαν κατώτερο ανθρωπινό είδος Σε γενικές γραμμές κάτι τέτοιο δεν ήταν παράξενο, αν σκεφτούμε ότι ο ξένος φαντάζει παντού – στα μάτια του ντόπιου – σαν απειλή για τις παραδόσεις, τις συνήθειες, την κοινωνική, οικονομική και ηθική «τάξη» του Στην περίπτωση των Αμερικανών, λαού ετερογενούς, το πρόβλημα ήταν πιο έντονο, μια και η έλλειψη κοινών ιστορικών και πολιτιστικών καταβολών στους κόλπους του, είχε οδηγήσει στη δημιουργία αρκετά ιδιόμορφων «εθνικών» βιωμάτων και αξιών, που δεν αποτελούσαν πάρα συνονθύλευμα υποκριτικού πουριτανισμού, λαϊκίστικου πατριωτισμού και άκρατου κοινωνικού συντηρητισμού Οι Β. και Λ. Μελάς αναφέρουν για τη γενική στάση των Αμερικάνων απέναντι στους μετανάστες:

«Γενικώς οι Αμερικάνοι χαρακτηρίζουσι τους μετανάστας ως ανθρώπους της τελευταίας υποστάθμης, δια τούτο και τους περιφρονούσι, αποφεύγοντες να έρχονται εις σχέσεις κοινωνικής ισότητος. Θεωρούσι, ότι ούτοι μεταβαίνοντες εκεί μόνον δι’ οικονομικούς λόγους, είναι οι μονοί κατάλληλοι να εκτελώσι τας βαρείας εργασίας, τας οποίας αυτοί δεν καταδέχονται να αναλάβωσιν Οταν δε μιλούσι περί αυτών, μεταχειρίζονται λίαν προσβλητικός εκφράσεις, ως «THE SCUN OF THE EARTH», «THE OFFSCOURING OF EUROPE», δηλ. «τα καθάρματα της Γης», λησμονούντες ότι και αυτοί οι ίδιοι είναι απόγονοι μεταναστών, οιτινες κατ’ ουδέν ήσαν καλύτεροι των ερχομένων».

Τα «χρηστά ήθη» των Νεουρκέζων

Μια από τις πιο άδικες κατηγορίες που δέχτηκαν οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες ήταν ότι διέφθειραν τα «χρηστά ήθη» της χώρας και ότι προώθησαν την εγκληματικότητα. Έγινε κάτι τέτοιο; Αναμφισβήτητα όχι. Καμιά επίσημη στατιστική δεν απέδειξε κάποια ιδιαίτερη επίδοση του ελληνικού στοιχείου στο οργανωμένο και σοβαρό έγκλημα (σε αντίθεση με τους Ιταλούς και την περίφημη «Κάζα Νόστρα» τους). Γεγονός βέβαια είναι ότι οι Έλληνες δεν εκδήλωσαν και ιδιαίτερη προσήλωση στους νόμους, ήταν συχνότατα παραβάτες των αστυνομικών διατάξεων, ενώ δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που συλλαμβάνονταν για συμπλοκές, μαχαιρώματα, παράνομο χαρτοπαίγνιο, υπερβολική μέθη, αλητεία κλπ. Τα αστυνομικά χρονικά της εποχής αναφέρουν ακόμα ότι ορισμένοι Έλληνες διέπρεψαν ως λαθρέμποροι, προαγωγοί, κλέφτες κ.λπ. Οι περιπτώσεις όμως αυτές ήταν σποραδικές και δεν μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν μια γενικότερη κατηγορία κατά του ελληνικού στοιχείου (θα ήταν άλλωστε παράλογο να πιστευτεί ότι οι Έλληνες επαρχιώτες διέφθειραν τα.. .χρηστά ήθη των Νεϋορκέζων, μια και μάλλον το αντίθετο συνέβηκε). Ενδιαφέρον παρουσιάζουν ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις οργανωμένων λαϊκών αντιδράσεων κατά του «εγκληματικού» ελληνικού στοιχείου.

Το 1919 στην Ομάχα – αναφέρεται στην παραπάνω μελέτη – κάποιος Αμερικανός αστυνομικός επιχείρησε να συλλάβει τον Έλληνα μετανάστη Μασουρίδη. Ο τελευταίος αντιστάθηκε και στη συμπλοκή σκοτώθηκε ο αστυνομικός. Αμέσως οι κάτοικοι της περιοχής συγκεντρώθηκαν σε συνέλευση και αποφάσισαν να προχωρήσουν σε αντίποινα. Την άλλη μέρα, κάτω από την καθοδήγηση υποκοσμικών στοιχείων, επιτέθηκαν κατά του ελληνικού γκέτο, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές σε σπίτια και μαγαζιά και κακοποιώντας τους ανύποπτους μετανάστες. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα (η αντίδραση της ελληνικής προξενικής αρχής υπήρξε υποτυπώδης) και τελικά οδήγησαν στην ομαδική εκδίωξη χιλιάδων Ελλήνων από την περιοχή της Ομάχα. Και το σημείωμα συμπληρώνει:

«Η τραγωδία της εξορίας υπερδεκακισχιλιων Ελλήνων από την Ομάχα είναι το τέλος το οποίον αναμένει πάντας τους Έλληνας της Αμερικής, αν δε ληφθώσι σοβαρά μέτρα προς οργάνωσιν αυτών».

Ανάλογο επεισόδιο φαίνεται ότι ξετυλίχτηκε – την ίδια εποχή – και στο Πίτσμπουργκ της Πενσιλβάνια, με αφορμή το φόνο ενός νέγρου, οι αρχές όμως πρόλαβαν την επέκταση των ταραχών και δεν επαναλήφθηκε το σκηνικό της Ομάχα.

Απληροφόρητοι και απεργοσπάστες

Το ότι οι Αμερικανοί είδαν το πολυάριθμο ελληνικό εργατικό στοιχείο σαν ανταγωνιστή, δεν είναι παράξενο, μια και η παρουσία του επιδρούσε καταλυτικά στις διαμορφωμένες σχέσεις προσφοράς – ζήτησης εργασίας. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. Οι Έλληνες απέφευγαν «σαν το διάολο το λιβάνι» να γραφτούν στ’ αμερικάνικα εργατικά συνδικάτα (ίσως από άγνοια, ίσως από φόβο) αν και «δια της προσχωρήσεως εις τας εργατικός ενώσεις θα επροστατεύοντο απέναντι των εργοδοτών, οι οποίοι τους φορολογούν απηνώς και παρανόμως, απειλούντας αυτούς ανά πάσαν στιγμήν δια της απειλής της απολύσεως των». Συνέπεια της αδράνειας αυτής ήταν οι μισθοί τους να εμφανίζονται κατά 30% περίπου κατώτεροι από εκείνους των άλλων εργατών, γεγονός που οδηγούσε – με μαθηματική ακρίβεια – στη γενικότερη υποβάθμιση του εργατικού μεροκάματου.

Ανάλογα αρνητική φαίνεται ότι ήταν η στάση των Ελλήνων μεταναστών κατά τους απεργιακούς αγώνες. Τούτο επιβεβαιώνουν οι Β. και Λ. Μελάς, σύμφωνα με τους οποίους: «κατά τας γενομένας απεργίας εις τα οποίας λαμβάνουσι μέρος, εκτός των Αμερικανών και όλοι οι άλλοι αλλοεθνείς εργάται, παρουσιάζονται μόνον οι Ελληνες ζητούντες εργασίαν, δια της πληρώσεως δε υπό τούτων των κενών θέσεων, η απεργία πολλάκις καταπνίγεται». Δεν αποκλείεται βέβαια να υπάρχει μια δόση υπερβολής στα παραπάνω και να υποτιμιέται το γεγονός ότι τα ίδια τα συνδικάτα δε φρόντισαν για τη διαφώτιση των απληροφόρητων Ελλήνων συνάδελφων τους. Άλλωστε υπάρχουν – λίγα οπωσδήποτε – αντίθετα παραδείγματα:

Οταν, το 1910, ο Έλληνας συνδικαλιστής Σιώρης ανέλαβε την οργάνωση των συμπατριωτών του εργατών που ζούσαν στις δυτικές Πολιτείες – κυρίως στο Σαν Φραντσίσκο – ένα τεράστιο μέρος από αυτούς γράφτηκε στα σωματεία (με εξαίρεση τους τελείως ανειδίκευτους).

Την ίδια περίοδο, οι Έλληνες ανθρακωρύχοι του Κολοράντο και οι μεταλλωρύχοι της Γιούτα, πήραν μέρος στους τότε μεγάλους απεργιακούς αγώνες (είχε όμως προηγηθεί η αποστολή χιλιάδων προκηρύξεων στα ελληνικά προς αυτούς, από τα συνδικάτα).

Το 1905, οι Έλληνες που εργάζονταν στα σφαγεία του Σικάγου, κατέβηκαν μαζί με τους 20.000 συναδέλφους τους σε εργατικές κινητοποιήσεις (κατηγορήθηκαν όμως τελικά ότι υπονόμευσαν – εκούσια ή ακούσια – την απεργία και συντέλεσαν στην κατάπνιξη της).

Τα παραπάνω παραδείγματα δεν αναιρούν το ότι οι Έλληνες μετανάστες δε συνέβαλαν στην προώθηση των ταξικών αγώνων της εποχής τους. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλές φορές που κάποια απεργία πετύχαινε, οι απεργοί έθεταν σαν όρο για να επιστρέψουν στις εργασίες τους, την απόλυση των Ελλήνων συναδέλφων τους. Και η ίδια πηγή καταλήγει:

«Εις τους ιθαγενείς όμως εργάτες, ανεξαιρέτως, ουδόλως είναι αρεστοί, διότι καταστρέφουν και εκμηδενίζουν ότι ούτοι επιτύχωσι προς βελτίωσιν της τύχης των. Εν Αμερική, αλλά κυρίως και ίσως αποκλειστικώς εν ταις Δυτικαίς Πολιτείαις, υπάρχει γενική εξέγερσις κατά των ξένων εργατών, και ιδία κατά των Ελλήνων, ήτις πιθανόν να έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη εκτόπισιν αυτών εκ των διαφόρων εργασιών, εκτός των αγροτικών».

Τα ήθη της αγοράς και τα ελληνικά… φέσια

Αντίδραση δημιούργησε στην αμερικάνικη κοινωνία και η μεθοδολογία πολλών Ελλήνων εμπόρων, που συχνά παραβίαζαν τα συναλλακτικά ήθη, δημιουργώντας δυσάρεστες περιπλοκές στην αγορά. Στην αθέμιτη δραστηριότητα των εμπόρων αυτών περιλαμβάνονταν το «χτύπημα» των τιμών, η υπέρβαση του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων, η δόλια χρεωκοπία, το «φέσι», η εκμετάλλευση ανηλίκων σε εξοντωτικά ωράρια, η παραβίαση υγειονομικών και ασφαλιστικών διατάξεων κ.λπ. «Δυστυχώς – καταλήγει το σημείωμα – είναι ίδιον του χαρακτήρος του Έλληνος το να νομίζη ότι ευκόλως θα εξαπάτηση τον ξένον. Οσάκις όμως λαός τις εν μέσω του οποίου εμπορεύεται δεν απατάται ευκόλως, εννοεί τα σχέδια αυτού και τον αντιπαθεί».

Αναζητώντας την έντιμη παλιννόστηση

Είναι δύσκολο – πιστεύουμε – να κατανοηθεί η ψυχολογία του παγιδευμένου μετανάστη, που συνειδητοποίησε την αποτυχία του στην ξενιτιά, μα δεν μπορεί να γυρίσει στην πατρίδα. Ο Σ. Κανούτας γράφει:

«Τις δύναται να αρνηθή ότι υπάρχουσι χιλιάδες μεταναστών, προ πολλών ετών ελθόντες ενταύθα, οι οποίοι απέτυχον εις τας εργασίας ή επιχειρήσεις των και οι οποίοι αδυνατούσιν ή εντρέποντο να επιστρέψωσιν εις την ιδιαιτέραν των πατρίδα;».

Και η λυρική πένα της Σαραντοπούλου συμπληρώνει:

«…εγνώρισαν εκ του πλησίον την σκαπάνην και τον πτύον, εστάθησαν ευλαβώς προ του αρχισερβιτόρου των ξενοδοχείων, απέκτησαν ρευματισμούς από την υγρασίαν ανηλεώς τον χειμώνα υπό του βορρά εις τας γωνίας του δρόμου και εν γένει υπό μεμακρυσμένων ή προσφάτων του παρελθόντος αναμνήσεων, φέρονται στενώς συνδεδεμένοι με του Γολιάθ Αμερικανού αστυνομικού την απαίσιαν ράβδον (CLUB,), με την περιφρόνησιν του επιστάτου, με την ασπλαχνίαν των εργολάβων… Από του εις ανήλια ανθυγιεινά και επικίνδυνα μέρη φθίνοντος εργάτου, μέχρι του ευτραφούς γεωκτήμονος, από του ηλιοκαούς πλανωδίου οπωροπώλου μέχρι του αρθριτικού ως επί το πλείστον εμπόρου, από του σερβιτόρου μέχρι του επιστήμονος, ο αυτός μύχιος πόθος, η ιδία ανέκφραστος σκέψις κυριαρχεί: ο γαλανός ουρανός, η χλωρή ελιά, το σιτάρι…».

Οι Βαλκανικοί πόλεμοι: από την ξενιτειά στο μέτωπο

Με το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων του 1912 – 13, μια ηλεκτρική εκκένωση φάνηκε να διατρέχει τον τράχηλο του μέσου Έλληνα μετανάστη. Μια πρωτοφανής έκρηξη ενθουσιασμού εκδηλώθηκε σ’ όλα τα μήκη και πλάτη των ΗΠΑ, από τα ορυχεία του Κολοράντο μέχρι τα εργοστάσια του Σικάγου. Διαδηλώσεις, έρανοι, γιορτές, σημαίες, λόγοι, χαμόγελα ήρθαν να ζωντανέψουν την άμορφη κι άχυμη εκείνη μάζα του απόδημου ελληνισμού, και τα γκέτο, έδωσαν ξαφνικά την εικόνα πολεμικού στρατόπεδου. Χιλιάδες ξενιτεμένοι αποφάσισαν να θυσιάσουν την «καριέρα» τους, για να γυρίσουν γρήγορα στην πατρίδα και να πολεμήσουν τον Τούρκο και αργότερα το Βούλγαρο «προαιώνιο εχθρό». Οι χρονικογράφοι περιέγραψαν συγκινητικές στιγμές υποδοχής των «απόδημων αδελφών», ενώ γίναν αναφορές στον «αναπαλλοτρίωτο» εθνισμό του Έλληνα…

Πόση αλήθεια υπάρχει σ’ όλα αυτά; Διστάζουμε να εκφράσουμε τελική γνώμη και δίνουμε το λόγο στον Ι. Σπηλιόπουλο, που το 1916 έγραφε, αναφερόμενος στην παλιννόστηση συμπατριωτών του από την περιοχή των Καλβρύτων:

«Από τη απόψεως – της και σπουδαιοτέρας – της διατηρήσεως ή μη του πατριωτικού αισθήματος παρά τοις μετανάσταις του δήμου μας, είναι βέβαιον τούτο, ότι τα προς την πατρίδα αισθήματα διετηρούντο ακμαιότατα, ως απέδειξαν οι δύο πόλεμοι, ότε όλοι εν σώματι έσπευσαν υπό τας σημαίας. Τούτο εν μέρει ίσως να οφείλετο και εις το γεγονός ότι οι περισσότεροι τούτων, επωφελούμενοι επί της ανωμαλίας των καταστάσεων, ηθέλησαν να δικαιολογήσουν το άσκοπον της πολυετούς εις την αλλοδαπήν απουσίας των…».

Τι να συμπληρώσει κανείς; Ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματα του.

Το τέλος του μύθου

Από τη λήξη του Α’ Παγκόσμιου πολέμου και μετά, οι Αμερικανοί περιόρισαν σταδιακά την είσοδο των Ελλήνων μεταναστών και από το 1920 – 1922 τη σταμάτησαν σχεδόν ολοκληρωτικά. Στο μεταξύ, δειλά – δειλά στην αρχή και ομαδικά στη συνέχεια, είχε επιστρέψει στην πατρίδα ένα μεγάλο μέρος των αποδήμων, κουβαλώντας ο καθένας την «ατίμωση» της αποτυχίας, τις αρρώστιες του (μεγάλος ήταν ο αριθμός των φυματικών και των σακατεμένων), τα ψυχικά του τραύματα, ή – στην καλύτερη περίπτωση – τις λίγες οικονομίες του, που ήταν αρκετές για να «βολευτεί» και να επιβεβαιώσει στους άλλους το μύθο της «επιτυχίας» του. Οι περισσότεροι όμως έμειναν εκεί, ενσωματώθηκαν θέλοντας και μη στην αμερικάνικη κοινωνία και, όπως σημείωνε ο Έλληνας αρχιεπίσκοπος Βοστόνης Ιωακείμ στην εργασία του «Οι κίνδυνοι του εν Αμερική Ελληνισμού και τα μέσα διασώσεως του» (1926):

«Ο Ελληνισμός ούτος, ο τόσον ταχέως ακμάσας, είναι προωρισμένος να μαραθεί ως άνθος εν ερήμω και ν’ αφανιστεί καθ’ ολοκληρίαν, εκ του μωσαϊκού των διαφόρων λαών της Αμερικής

Σήμερα, η γενιά των πρώτων εκείνων σκαπανέων της μετανάστευσης στην Αμερική έχει εκλείψει ή – τουλάχιστον – διατηρούνται κάποια λείψανα της. Η ελληνική ομογένεια που προέκυψε από αυτούς αποτελεί πια – και δικαιολογημένα – αναπόσπαστο κομμάτι της αμερικάνικης κοινωνίας, φαίνεται όμως ότι εξακολουθεί να διατηρεί κάποιους ισχυρούς δεσμούς με την προγονική γη και τα προβλήματα της. Σκοπός αυτού του σημειώματος δεν ήταν να τη μειώσουμε (θα ασχοληθούμε άλλωστε σε άλλη δημοσίευση με την ιστορική της ιδιαιτερότητα), αλλά να καταγράψουμε κάποιες αυθεντικές εικόνες, αντίθετες με το μύθο.

Ο. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΤΟΤΕ 1983
από τον χρήστη Γεώργιος Αργυρίου
http://anemourion.blogspot.gr

Recommended For You