Ιστορίες από την παλιά Αθήνα Η κοσμική κίνηση την εποχή της Belle Époque

Μεγάλο νυφοπάζαρο Αθήνα μου σε σάξανε και ούλες οι κοπέλλες σου τώρα ερωτολυσσάξανε

Η Αθήνα της εποχής εκείνης (1880-1910) αποτελούνταν από διάφορες κοινωνικές τάξεις, κάθε μία από τις οποίες είχε τα δικά της μέλη, χωρίς ποτέ η μία ν’ αναμειγνύεται με την άλλη. Η ανώτερη τάξη, που μονοπωλούσε την κοσμική ζωή, είχε διαιρεθεί με τη σειρά της σε διάφορους “κύκλους”, με ακόμη πιο δύσκολο πρωτόκολλο εισαγωγής νέου μέλους. Για να προσκληθεί κάποια οικογένεια ή άτομο σε κοσμική συγκέντρωση, έπρεπε να περάσουν συγκεκριμένες διατυπώσεις και τηρούνταν αυστηρή εθιμοτυπία.

Πέραν του να ανήκει σε ορισμένη κοινωνική τάξη, κάθε κοσμικός της εποχής έπρεπε οπωσδήποτε να είναι εφοδιασμένος με παρακαταθήκη εκατοντάδων επισκεπτηρίων, να διατηρεί ημερολόγιο ημερήσιων κι εσπερινών συγκεντρώσεων, εβδομαδιαίο ευρετήριο των ζουρ-φιξ (συγκεκριμένης δηλαδή ημέρας, επαναλαμβανόμενης κάθε εβδομάδα κοσμικής συνάντησης, σε ορισμένο σαλόνι ή κοσμικό κέντρο!).

Εκτός από το απαραίτητο φράκο, κάθε νέος που σεβόταν τον εαυτό του φρόντιζε και δια μία συνδρομή εις τον χοροδιδάσκαλο. Ήταν πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή (1892), οι προσκαλούσες οικοδέσποινες να δίνουν 15 μέρες νωρίτερα το πρόγραμμα των χορών που θα χορεύονταν στην κοσμική τους συγκέντρωση. Έτσι, ο προνοητικός νέος είχε το χρόνο να πάρει κάποια τελευταία, έκτακτα μαθήματα χορού.

Το πρώτο μέσο στην ανάπτυξη των κοινωνικών σχέσεων τον έπαιζαν οι επισκέψεις. Ο “βιζιτάκιας” ήταν ο άριστος των κοσμικών. Το “δρομολόγιό” του ξεκινούσε στις 2 το μεσημέρι. Φορώντας ζακέτα, σκληρό καπέλο και λουστρίνια -η ρεπούμπλικα δεν άρμοζε σε ένδυμα επίσκεψης!-, ξεκινούσε τόσο νωρίς, ώστε να προλάβει να έχει τελειώσει μέχρι τις 5 τις τυπικές επισκέψεις. Μετά τις 5 ακολουθούσαν οι επισκέψεις τύπου ζουρ-φιξ, που μπορούσαν να έχουν και μορφή “προλονζέ”, δηλαδή να φτάσουν μέχρι τα μεσάνυχτα!

Μια άλλη μέθοδος που χρησιμοποιούσαν οι “επαγγελματίες” κοσμικοί, αποκαλούνταν “τσακίζω κάρτες”. Αν δεν προλάβαινες να πας σε κάποιο σπίτι τη συγκεκριμένη μέρα που είχε jour-fix, πήγαινες όποτε σε βόλευε, περιμένοντας βέβαια τον φρακοφορούντα υπηρέτη να σου αναγγείλει επιτιμητικά:

-Η κυρία δέχεται κάθε Παρασκευή.

Τότε, συντετριμμένος για το ατόπημά σου άφηνες την κάρτα σου, δηλώνοντας έτσι “ωσεί παρών!”.

Εξυπακούεται, βεβαίως, ότι και το βεστιάριο του κοσμικού έπρεπε να περιλαμβάνει συγκεκριμένα “αξεσουάρ”: ζακέτα με φαντεζί παντελόνι, φράκο, τα ανάλογα πουκάμισα, παπιγιόν, κλακ, γάντια γκρι-περλ με μαύρες γραμμές, γάντια λευκά, τα απαραίτητα λουστρίνια…

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στις κοσμικές δεσποινίδες. Τα κορίτσια δεν εμφανιζόντουσαν στις κοινωνικές και κοσμικές συγκεντρώσεις, παρά μόνο όταν έφταναν σε “αρμόζουσα ηλικία”. Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι έκαναν την πρώτη τους επίσημη κοσμική εμφάνιση “κατά τον επί τη πρώτη του έτους διδόμενον εκάστοτε χορόν των Ανακτόρων”, την χρονιά φυσικά που θα έφταναν την “αρμόζουσα ηλικία” και σύμφωνα με τα πρότυπα του βιενέζικου Ball der Debuetanten.

Έτσι, κάθε νεαρή ύπαρξη ξεκινούσε την κοινωνική σταδιοδρομία στα Ανάκτορα.

Ας αφήσουμε όμως το χρονογράφο Ίωνα, του “Εμπρός”, να μας τα πει καλύτερα:

“Αι δια πρώτην φοράν εμφανιζόμεναι νεανίδες έμπαιναν στην γραμμήν αναμένουσαι την είσοδον της Βασιλίσσης εις τον χορόν. Μια των κυριών της τιμής επαρουσίαζεν εις την Μεγαλειότητά της τα πρωτόβγαλτα κορίτσια, ενώ αι μητέρες ιστάμεναι απέναντι, τα εκαμάρωναν με τα “φας α μαιν”. Δι’όλους, τα κορίτσια αυτά ήσαν πλάσματα αιθέρια”… “Αβρά ρόδα ανέθαλλον επί των παρειών των και μειδίαμα χαράς διέστειλε τα ρόδινα χείλη”. Ακολουθούσε χορός και γεύμα.

Με τον δικό του, χαρακτηριστικό τρόπο, ο Εμμ.Ροΐδης μας μεταφέρει στο βιβλίο του “Αθησαύριστα κείμενα” κάποιες εικόνες από το χορό των Ανακτόρων του 1882:

“Επιχειρώ να επανέλθω πάλιν εις την πρώτην αίθουσαν αλλ’ακατάσχετον ρεύμα με ωθεί προς τας θύρας του διαδρόμου. Πάντες σπεύδουσιν εις στα δωμάτια εν οις ικανοποιείται ο στόμαχος και αντικαθίσταται η μουσική υπό του γλυκέος ήχου του χεομένου οίνου και του ελαφρού κρότου των τινασσομένων επιπωμάτων φιαλών ορμητικού καμπανίτου. Ουδέποτε είδον εκλογήν καλλιτέρων και αφθονίαν περισσοτέρων εδεσμάτων εις όμοιον χορόν.

-Ε! λέγει υπάλληλός τις θέλων να δειχθή άνθρωπος έχων λεπτήν γεύσιν, αυτά είναι χονδρά και δύσπεπτα φαγητά, δεν μας δίδετε από εκείνα που τρέμουν; Τι διάβολον, δεν έχει; Αμ τι παλάτι είναι αυτό; Εζήτει gelatine ο δυστυχής και είχε την αξίωσιν να τον νοήσωσιν αμέσως, ζητούντα πράγματα τρέμοντα, ενώ προ των ερευνόντων απλήστως οφθαλμών αυτού έπαλλον εξεχούσαι των στηθοδέσμων σφαίραι κανονικώταται, λευκότεραι της χιόνος και θερμότεραι του πυρός”.

Για τα κορίτσια της εποχής εκείνης, η ιδεώδης επιτυχία ήταν να αναφερθούν σ’αυτά οι κοσμικές στήλες των εφημερίδων, κάπως έτσι: “Εις το μοναδικόν κοσμικόν κέντρον της πρωτευούσης με τις ασπιδοσχήμους λυχνίας του και τα πολύφωτά του, βασιλεύει παντού η ευθυμία και ο χορευτικός οργασμός. Την περασμένη εβδομάδα παρήλασαν εις αυτό αι γνωστότεραι χορεύουσαι Αθηναίαι κυρίαι και δεσποινίδες αψηφούσαι κάθε φροντίδα και μέριμναν της ζωής. Παρέστησαν λοιπόν και εχόρευσαν η εθέωντο τους χορεύοντας η κυρίες και δες κ.Τσαλδάρη, Αμπατιέλου, Ταρσούλη, διακρινομένη δια την φρεσκάδα της ευμορφίας της και της ωραίες τουαλέττες της εξ ων μια θαυμασία χρώματος μπλε-νακέ, Σούτσου, Φιλαρέτου, Μανουσάκη πολύ εύμορφη, αφρόδερμος, θελκτικωτάτη, Ροδίου, Τσιμινάκη…”.

Βεβαίως, οι μητέρες τους είχαν τα δικά τους όνειρα: Να δουν τα κορίτσια τους να χορεύουν μ’έναν εκ των πριγκίπων! Η πριγκιπομανία ήταν μια συναρπαστική αρρώστεια της εποχής. Οι πρίγκιπες, για λόγους τακτ, έστρεφαν παντού τα βλέμματά τους. Οι μανάδες, όμως, άλλα έβλεπαν:

-Souris, ma fille, souris! Le prince te fixe! (Χαμογέλα, κόρη μου, χαμογέλα. Ο πρίγκιπας έχει καρφώσει το βλέμμα του πάνω σου!)

Το να προσκληθείς σε επίσημο γεύμα στα Ανάκτορα ή σε κάποιο μεγάλο ξενοδοχείο, θεωρούνταν εξαιρετική τιμή κι εμφανής απόδειξη της κοινωνικής αναρρίχησής σου. Είναι αυτονόητο, ότι στα γεύματα αυτά εξαντλούνταν το άκρον άωτον της ετικέτας και οι παρακαθήμενοι βρισκόντουσαν σε διαρκή άμιλλα για το ποιος θα πρωτοφανεί πλέον τυπικός και κάτοχος της καλής συμπεριφοράς.

Η θέση που θα έπαιρνε κανείς στο τραπέζι, η εμφάνιση κι ο τρόπος που θα έτρωγε, μελετημένος και μαθημένος εβδομάδες νωρίτερα! Τα θέματα της ομιλίας με τον διπλανό του ομοτράπεζο και πολλά άλλα, απασχολούσαν ολοκληρωτικά κάθε κοσμικό.

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com

Recommended For You