Η μεταμεσονύκτια ζωή των Αθηνών και τα «κακόφημα» στέκια της στα τέλη του 19ου αιώνα

Η μεταμεσονύκτια ζωή των Αθηνών στα τέλη του 19ου αιώνα είχε και τη… σκοτεινή πλευρά της, τον δικό της κόσμο, τον οποίο συναντούσε κανείς συνήθως στα περίφημα καφέ σαντάν της εποχής. Ο κόσμος αυτός δρούσε όταν το μεγαλύτερο μέρος των Αθηναίων κοιμόταν στα απαλά στρώματα της ευμάρειας ή στα σκληρά στρώματα της φτώχειας και της μιζέριας.

Στον κόσμο αυτό της μεταμεσονύκτιας Αθήνας συμπεριλαμβάνονταν φυσικά και οι ζοφεροί τύποι του εγκλήματος, της χαρτοπαιξίας και του περιθωρίου. Την πόλη της ημέρας, την πρωτεύουσα του φωτός διαδεχόταν μια άλλη πόλη, η μεταμεσονύκτια Αθήνα.

Όταν οι δρόμοι ερήμωναν πλέον από όσους επέστρεφαν από τις οικογενειακές εσπερίδες ή από άλλα «καθώσπρέπει» μέρη όπου σύχναζαν οι νοικοκυραίοι, τότε ακούγονταν τα βήματα μιας άλλης μερίδας Αθηναίων, όχι φυσικά μεγάλης, αλλά με μυστηριώδη και ακατανόητη ποικιλία. Κατηφόριζαν συνήθως προς το Λαχανοπάζαρο του Κεραμεικού, το οποίο βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Ιεράς Οδού, για να χωθούν σε κάποιο από τα πολλά χαρτοπαικτικά στέκια ή για να γευτούν πατσά σε κάποια από τις ταβέρνες του Ψυρρή και των Χαυτείων. Κόσμος κάθε ηλικίας, σε έναν αλλόκοτο συμφυρμό από κασκέτα φυστικοπωλών και υψηλών πίλων αμαξηλατών, χοντροκαμωμένων χεριών εργάτη και γαντοφορεμένου λιμοκοντόρου, που έρχονταν να γεμίσουν τα στομάχια τους, αφού πλέον ήταν πλήρεις ψυχικής ηδονής που απολάμβαναν πρωτύτερα στα καφωδεία.

Το καφέ σαντάν «Μπάγκειον»

Στα τέλη του 19ου αιώνα λειτουργούσαν δύο κακόφημα χειμερινά καφέ σαντάν. Το ένα βρισκόταν στην πλατεία Ομονοίας και το άλλο στην οδό Αθηνάς. Το πρώτο, μάλιστα, έφερε το όνομα του εθνικού ευεργέτη, ονομαζόταν «Μπάγκειον», επειδή στεγαζόταν σε ένα από τα «αδελφά μέγαρα» τα οποία ο γενναιόδωρος Ηπειρώτης Ιωάννης Μπάγκας είχε ανεγείρει στην πλατεία Ομονοίας και από το 1889 είχε δωρίσει στο Δημόσιο.

Εκεί στο καφέ σαντάν «Μπάγκειον», οι Αθηναίοι απολάμβαναν τις «μαδημένες αηδόνες». Επρόκειτο για ένα υπόγειο στρωμένο με χρωματιστές πλάκες και μία μεγάλη αίθουσα, στο βάθος της οποίας υπήρχε ένα ικρίωμα για τις όχι και τόσο καλλίφωνες τραγουδίστριες, «εν κλειδοκύμβαλον και τρεις οργανοκρούσται». Υπήρχε όμως και μία ακόμη αίθουσα μικρότερη, με ξεθωριασμένους από την πολυκαιρία καθρέφτες και φωτογραφίες στους τοίχους, πονηρά «σανιδόφρακτα διαμερίσματα».

Εκεί σύχναζαν οι ίδιες πάντοτε φυσιογνωμίες: νεαροί φοιτητές, κάπου-κάπου μερικοί αξιωματικοί και άνεργοι που… ζούσαν από άγνωστους πόρους. Δυο – τρεις ευτραφείς γριές, οι «μαμάδες», οι οποίες λειτουργούσαν ως κινητά ταμεία και «ιματιοφυλάκια των θυγατέρων», τέσσερις Ιταλίδες αδελφές και μερικές κοπέλες ακόμη διαφορετικών εθνικοτήτων αποτελούσαν το εμφανές προσωπικό του μαγαζιού. Πηγαινοέρχονταν τραγουδώντας και πίνοντας διαρκώς από απλό κονιάκ μέχρι μπίρα Μονάχου και αθώο τσαγάκι. Φιλούσαν η μία την άλλη προκλητικά και αντάλλασσαν αγριωπά βλέμματα όταν το ίδιο θήραμα προσέβαλε τις χορδές της ευαισθησίας και της αφοσίωσής τους… Γνωστές κοπέλες του «Μπαγκείου» εκείνη την εποχή ήταν η Φαουστίνα, μια εικοσάρα εύσωμη, σαρκώδης και βωμολόχος, και η Σουζάν, μια γλυκιά, μικροκαμωμένη, ήρεμη και ασθενική κοπέλα. Στο τέλος, για άγνωστους λόγους, η Σούζαν βύθισε ένα μαχαίρι στην κοιλιά της συναδέλφου της Φαουστίνας… Αυτός ήταν ο κόσμος του «Μπαγκείου», του καφέ σαντάν της Ομόνοιας.

Η ειρωνεία της τύχης και της ζωής ήθελε τον ίδιο χώρο να μετατρέπεται, αρκετά χρόνια αργότερα, πρώτα σε ζαχαροπλαστείο και λουκουματζίδικο και στις αρχές της δεκαετίας του 1920 σε ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά στέκια των Αθηνών. Η μετατροπή του υπογείου σε κέντρο λογίων και λογοτεχνών οφειλόταν στον Μάριο Βαϊάνο. Εραστές της Τέχνης πέρασαν από κει, όπως οι Τέλλος Άγρας, Μίμης Ψαθάς, Μίνως Ζώτος, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Ορέστης Λάσκος, Φώτος Γιοφύλλης, Κώστας Βάρναλης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Γιάννης Ρίτσος κ. ά.

Το περίφημο στέκι της οδού Αθηνάς

Ξαναγυρνώντας στα καφέ σαντάν, ας ξεναγηθούμε στο δεύτερο περίφημο στέκι της οδού Αθηνάς του οποίου ο «ερυθροβαφής φανός οδηγεί ως αστήρ τους πιστούς εις το προσκύνημα του ιπποστασίου εκείνου», όπως έγραψε και ο Γεώργιος Πωπ. Μετά τις οκτώ το βράδυ οι θαμώνες περνούσαν την «σαρακωμένην και απαισίως τρίζουσαν κλίμακα». Εργάτες και κούτσαβοι, άνθρωποι του λαού και χωρικοί με μαντιλοδεμένα τα κεφάλια και χοντρά κομποδέματα, αντίτιμο της πώλησης του μούστου ή τα μεροκάματα της χοντροδουλειάς, περνούσαν αθόρυβα την είσοδο. Σιωπηλοί έσκυβαν στα τραπέζια που ήταν αριθμημένα με μεγάλους λευκούς αριθμούς, προσήλωναν το βλέμμα τους στη σχεδόν ρακένδυτη γυναίκα που τους πλησίαζε χωρίς να δίνουν σημασία στην «καλλιτέχνιδα» η οποία «κραυγάζει ρυθμικώς και ξελαρυγγιάζεται επωδύνως και σείεται απειλητικώς και χειρονομεί ασεμνώς». Ξημερώνοντας, με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, μαζί με τους σαλεπιτζήδες έβγαιναν στον δρόμο και οι πελάτες του «ωδικού καφενείου». Δυστυχώς, δεν διαθέτουμε και τις δικές τους απόψεις για να καταγράψουμε τον τρόπο που και εκείνοι έβλεπαν τη ζωή της νύκτας…

Πάντως αυτός ήταν ο κόσμος των πρώτων πρωινών ωρών, ο κόσμος της «άγνωστης Αθήνας» με τα καφέ σαντάν, τους περίεργους τύπους, τις σκέψεις, τα κέρδη, τις δαπάνες και τις σπατάλες του. Ο κόσμος που ζούσε πολύ περισσότερο από τους κοινούς θνητούς, παρά το γεγονός ότι η ζωή του ήταν πολύ βραχύτερη.

Μικρός Ρωμηός

Recommended For You